(και επτά ιδέες για πιθανή αναγέννηση)
Βασιλείου Μαρκεζίνη
Ακαδημαϊκού
Μετά το αποκλειστικό άρθρο του κ. Βασίλειου Μαρκεζίνη τον Ιούλιο του 2011 και την αποκλειστική συνέντευξη στο Αντίβαρο τέλη Αυγούστου 2011, το Αντίβαρο σας παρουσιάζει μία ακόμα αποκλειστικότητα με ένα εκτενές πόνημα που θα προκαλέσει συζητήσεις.
Το κείμενο και σε μορφή pdf -
http://www.antibaro.gr/sites/default/files/Markezinhs_7pulwnes_7idees.pdf
Το κείμενο και σε μορφή pdf -
http://www.antibaro.gr/sites/default/files/Markezinhs_7pulwnes_7idees.pdf
A.Η Ασθένεια
1. Ψέματα
Η ροπή της κυβέρνησης προς το ψέμα αποδείχθηκε περίτρανα με το διαβόητο προεκλογικό σύνθημα, του 2009, «Λεφτά υπάρχουν!» – τη στιγμή μάλιστα που όχι μόνον η ταχύτατα απερχόμενη κυβέρνηση της ΝΔ παραδεχόταν (επιτέλους!) ότι η χώρα βρισκόταν αντιμέτωπη με μιαν άκρως απειλητική οικονομική κρίση, αλλά και αρκετοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, όπως μάθαμε αργότερα, είχαν προειδοποιήσει τον σημερινόπρωθυπουργό, τουλάχιστον οκτώ μήνες προτού αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, για τη σοβαρότητα της οικονομικής της κατάστασης.
Εντούτοις, το ψέμα απέδωσε στις εκλογές. Είναι, άλλωστε, γεγονός ότι τις συνήθειες που αποκτά κανείς νωρίς στη ζωή του πολύ δύσκολα τις αποβάλλει στο μέλλον. Έτσι, έχουμε περάσει τα τελευταία δύο χρόνια με κυβερνητικές δηλώσεις τις οποίες όλοι μας πλέον αναγνωρίζουμε, σχεδόν αυτομάτως, ως ψέματα. Μεταξύ άλλων: «δεν θα πάρουμε άλλα μέτρα», «θα πάμε στις αγορές» (πρώτα, το 2011· τώρα, το 2012), «θα δημιουργήσουμε πρωτογενές πλεόνασμα» (το 2011, το 2012, το 2013;), «υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ» – ή, τέλος, οι πρόσφατες δηλώσεις του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, «δεν θα ανακοινώσουμε άλλα μέτρα» με οικονομικές συνέπειες και «δεν μπορεί η ΔΕΗ να γίνει φοροεισπράκτορας», τις οποίες σύντομα υποχρεώθηκε να ανακαλέσει. Όλες αυτές οι διακηρύξεις έχουν ήδη προσλάβει διαστάσεις κωμικοτραγικών σλόγκαν!
Οι ανωτέρω παρατηρήσεις μου, όμως, μένουν σχετικά στην επιφάνεια των πραγμάτων. Διότι, σε επίπεδο πολύ κρισιμότερο, ψέμα ήταν και η υπόσχεση που δόθηκε στην Τρόικα ότι η κυβέρνηση θα έκανε πράγματα τα οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, ουδέποτε είχε την πρόθεση να κάνει και, όντως, ουδέποτε τα έκανε. Κατάφωρο ψέμα ήταν, επίσης, η υπόσχεση της κυβέρνησης ότι θα μείωνε το μέγεθος του δημόσιου τομέα, ενώ κάθε πολιτικός αμέσως θα σκεφτόταν το τεράστιο πολιτικό κόστος που θα είχε κάτι τέτοιο για το κόμμα του.
Όταν οι Ευρωπαίοι άρχισαν να ψυχανεμίζονται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την κυβέρνησή μας, οι παμπόνηροι Έλληνες έδωσαν και άλλες υποσχέσεις και, μάλιστα, προέβησαν –όχι στην απόλυση αλλά– στην πρόσληψη 25.000 νέων υπαλλήλων, παρουσιάζοντας την πρόσληψη υπό τη μορφή των (ιδιωτικού δικαίου) «συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» ή των «συμβάσεων έργου», ώστε να μη χρειαστεί να χαρακτηρίσουν τους νεοπροσληφθέντες ως (μόνιμους) δημοσίους υπαλλήλους.
Αν, τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο (19 Σεπτεμβρίου 2011), η Τρόικα αρνείται να επιστρέψει στην Ελλάδα για να συνεχίσει τις συζητήσεις, ο μόνος λόγος είναι ότι πλέον δεν εμπιστεύεται καθόλου την ελληνική κυβέρνηση. Οι προηγούμενοι υπουργοί Οικονομικών, και των δύο κομμάτων, μην παραλείποντας να καταγγείλουν τους προκατόχους τους για παραποίηση στοιχείων, έχουν πείσει τους Ευρωπαίους φίλους μας ότι είμαστε χώρα ψευτών και απατεώνων. Εδώ και χρόνια, ζω και εργάζομαι σε διάφορες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, οπότε γνωρίζω πάρα πολύ καλά τι λέω. Mόνο τώρα, μερικές μέρες αργότερα (23 9 2011) και μετά από νέες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης, απεφασίσθη μια νέα συνάντηση με την Τρόικα που θα λάβει χώρα την επόμενη εβδομάδα όταν το δράμα θα εισέλθει πια σε μια νέα και πιο δραματική φάση για το Ελληνικο λαό.
Αύτο το σκηνικό της ψευτιάς απαντάται και στα εξωτερικά θέματα. Πρόκειται για ψεύδος απίστευτα επικίνδυνο να ορκίζεσαι ότι θα προστατεύσεις την εθνική ακεραιότητα της χώρας σου και, λίγο αργότερα, να λαμβάνεις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής που καθιστούν τον όρκο σου, επιεικώς χαρακτηριζόμενο, αμφίβολο. Η πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών μας ότι τα τουρκικά σκάφη που ετοιμάζονται να αρχίσουν γεωτρήσεις νοτίως του Καστελόριζου θα τις πραγματοποιήσουν σε μια περιοχή στην οποία η Ελλάδα είναι «μία από τις χώρες που έχουν νόμιμα δικαιώματα» μπορεί σαφώς να εκληφθεί ως απροκάλυπτη, και δη αδιαπραγμάτευτη, παραχώρηση εθνικών εδαφών και υδάτων. Όποιος συμμερίζεται αυτό τον χαρακτηρισμό πρέπει να αγανακτά όπως εγώ.
Η συνοπτική αυτή παρουσίαση δεν αποδίδει σε όλο της το «μεγαλείο» τη μόνιμη τάση της κυβέρνησης να φείδεται της αληθείας. Πράγματι, για τα μέλη της, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι έχει μετατραπεί σε ένα θολό, ακαθόριστο όριο το οποίο μπορούν να παραβιάζουν τα μέλη της κατά βούληση και ατιμωρητί.
2. Παραπληροφόρηση
Όλα αυτά, για επικοινωνιακούς λόγους, παρουσιάζονται κατά τρόπους εξωραϊσμένους ή διφορούμενους, με αποτέλεσμα η συστηματική παραπληροφόρηση να έχει αναχθεί σήμερα στο πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της κυβέρνησης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως και πολλοί άλλοι, έχω καταλήξει εδώ και καιρό στο συμπέρασμα ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα μας δεν είναι απλώς αλλαγή κυβέρνησης αλλά η ριζική αποτίναξη πολλών κατεστημένων της, μη εξαιρουμένου, ασφαλώς, του κατεστημένου των ΜΜΕ, τα οποία στηρίζουν τις επιτυχείς προσπάθειες της κυβέρνησης να ρίχνει στάχτη στα μάτια των Ελλήνων πολιτών.
Την κυβερνητική εκστρατεία παραπληροφόρησης ήλθαν όμως να ενισχύσουν και διάφοροι ξένοι αξιωματούχοι, οι οποίοι, στο ξεκίνημα της εξελισσόμενης φαρσοκωμωδίας, ξεγελάστηκαν από τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης και εξέφρασαν τη στήριξή τους προς αυτήν, επιδαψιλεύοντας ενίοτε και επαίνους στον Έλληνα πρωθυπουργό. Τους ξεγέλασε μάλλον η φαινομενικά σεμνή συμπεριφορά του και η προθυμία του να κάνει το σωστό, αλλά, όπως είναι φυσικό, στη στάση τους αυτή συνέβαλε και η επιθυμία τους να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα. Πλέον, όμως, οι Ευρωπαίοι έχουν πάρει το μάθημά τους∙ και με το παραπάνω. Οι Έλληνες πολίτες, από την άλλη πλευρά, αν και εκ φύσεως πονηροί, έχουν εκμαυλισθεί πλήρως από την κυβερνητική προπαγάνδα, λόγω απόγνωσης αρχικά, λόγω ύστατων, ισχνών ελπίδων σήμερα.
Αποτελεί όμως θέση αυτού του δοκιμίου ότι οι ξένοι φίλοι μας έχουν πλέον αντιληφθεί πόσο αναξιόπιστοι είμαστε και έχουν πάρει τη συνειδητή απόφαση ότι δεν αξίζει να αφιερώνουν τον χρόνο και τα χρήματά τους στη διάσωση της χώρα μας. Αντιθέτως, καταλαβαίνουν ότι οφείλουν πλεόν, για το δικό τους καλό, να επικεντρωθούν σε πολύ πιο σημαντικά (γι’ αυτούς) ζητήματα, όπως είναι λ.χ. η διάσωση της Ιταλίας και της Γαλλίας. Συμπέρασμα: δεν έχουμε χάσει μόνο την εθνική κυριαρχία μας λόγω της κυβερνητικής υπογραφής των δύο Μνημονίων∙ έχουμε επίσης χάσει την εθνική υπόληψή μας, και αυτή θα χρειαστεί πολύς καιρός για να την ανακτήσουμε.
Η παραπληροφόρηση έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως και στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής, με την κυβέρνηση να διαψεύδει κατ’ επανάληψη δηλώσεις ή και παραχωρήσεις που έκανε προς τους Τούρκους. Ωστόσο, με το πλήρωμα του χρόνου, οι περισσότερες από αυτές τις φήμες επιβεβαιώθηκαν από… Τούρκους αξιωματούχους. Η υπερβολική μυστικότητα, με βάση την κατανοητή αλλά, εν προκειμένω, καταχρηστική επίκληση της αρχής ότι η διεθνής διπλωματία δεν μπορεί να διεξάγεται δημοσίως, έχει επιτείνει τη σύγχυση ως προς το τι ακριβώς έχει συμφωνήσει ο πρωθυπουργός μας με τον κ. Ερντογάν. Δύο πράγματα, όμως, που αποκαλύφθηκαν τελικά –όσο και αν η ελληνική πλευρά επέμενε να τα αρνείται κατηγορηματικά– ήταν ότι η κυβέρνησή μας έχει συμφωνήσει προ πολλού με την Τουρκία (α) να μη θέσει ζήτημα ΑΟΖ και (β) να αντιμετωπίσει το Καστελόριζο ξέχωρα από το υπόλοιπο Αιγαίο.
Και οι δύο αυτές παραχωρήσεις είναι σφάλματα αποφασιστικής σημασίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η κυβέρνηση προειδοποιήθηκε από τις ίδιες της τις υπηρεσίες ότι αυτές οι κινήσεις ενέχουν σοβαρούς κινδύνους. Εντούτοις, επέτρεψε –ή, ενδεχομένως, έδωσε την εντολή– στο Υπουργείο Εξωτερικών και στην επιτροπή τού τέως πρέσβη Αποστολίδη (η οποία απαρτίζεται από τρεις διπλωμάτες και μία Καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου) να κινηθούν προς τη συγκεκριμένη, επικίνδυνη κατεύθυνση. Απαντώντας δε σε όλους όσοι –αρχής γενομένης από τον Καθηγητή Καρυώτη πριν από αρκετές δεκαετίες– προειδοποιούσαμε για την ανάγκη ανακήρυξης της ελληνικής ΑΟΖ, ο τότε «επιστάτης» του Υπουργείου Εξωτερικών, από κοινού με την παρέα ομοϊδεατών πανεπιστημιακών και επίλεκτων αξιωματούχων (από τη βαθμίδα του Γενικού Γραμματέα και κάτω), αναρωτιόταν για ποιον λόγο το συγκεκριμένο θέμα είχε γίνει τόσο «της μόδας» [sic]. Οι υποστηρικτές της ανακήρυξης της ΑΟΖ δέχτηκαν επίσης από τον υπουργό την προειδοποίηση ότι η έννοια της ΑΟΖ δεν αποτελεί «πανάκεια», η οποία θα έλυνε όλα τα εθνικά προβλήματα, θαρρείς και εκείνοι –οι υποστηρικτές της ΑΟΖ–, και όχι ο ίδιος, είχαν χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο όρο. Βγήκε ακόμη και ένας ημι-συνταξιούχος πρέσβης από τη ναφθαλίνη, για να μας πει ότι τα ζητήματα που άπτονται του δικαίου της θάλασσας είναι πολύ περίπλοκα για να τα χειρίζονται… νομικοί, και γι’ αυτό πρέπει να τα αφήνουμε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ιερατείου του ΥΠΕΞ.
Δέκα μόλις μήνες αργότερα, βλέπουμε καθαρά τις επιπτώσεις όλων αυτών των μοιραίων σφαλμάτων και συνειδητοποιούμε ότι η ΑΟΖ δεν είναι «μόδα», αλλά μια χαμένη ευκαιρία. Θα αντιμετωπίσουν άραγε τις συνέπειες των πράξεών τους όλοι αυτοί οι κύριοι, όχι μόνον πολιτικά αλλά και νομικά;
3. Εσφαλμένες προβλέψεις
Τα ψέματα και η παραπληροφόρηση δεν απορρέουν μόνον από ελαττώματα του χαρακτήρα εκείνων που συνηθίζουν αυτές τις πρακτικές∙ είναι επίσης απότοκα άστοχων προβλέψεων, οι οποίες στη συνέχεια πρέπει να εξωραϊστούν για να κατευνάσουν όσους τις πίστεψαν.
Τόσο η ΕΕ όσο και, πιο πρόσφατα, το ΔΝΤ έχουν πέσει θύματα της ελληνικής τάσης προς τις εσφαλμένες προβλέψεις, με αποτέλεσμα να αναρωτιέται κανείς, τελικά, εάν αυτές ήταν εσφαλμένες λόγω ανικανότητας ή λόγω σκοπιμότητας. Οι προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και τα αριθμητικά δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, αποδεικνύονται συνεχώς λανθασμένα. Η έντονη δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο αυτή η κατάσταση στάθηκε, εν μέρει, και ο λόγος για τον οποίο ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης έτυχε τόσο ψυχρής υποδοχής κατά την πρόσφατη συνεδρίαση του Ecofin στην Πολωνία.
Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τα στοιχεία που δόθηκαν στους ξένους σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας: τις προβλέψεις για τις μελλοντικές τάσεις εισοδημάτων και δαπανών∙ τις προβλέψεις για την προσέγγιση των αγορών με σκοπό την εξασφάλιση κεφαλαίων. Θα συμβούν όλα αυτά, όπως μας έλεγαν, μέσα στο 2011, ή μήπως το 2012, ή μήπως, όπως πολλοί μας λένε σήμερα, το 2013;
Οι προβλέψεις για τα εισοδήματα και τις δαπάνες αποδεικνύονται, σε μόνιμη βάση, λανθασμένες. Επιπλέον, οι κρατικές δαπάνες συνεχίζουν να αυξάνονται παρά τις βάναυσες οριζόντιες περικοπές που πλήττουν τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους των χαμηλών και των μεσαίων στρωμάτων. Γιατί; Εν μέρει, επειδή οι μυστικές προσλήψεις έχουν εξουδετερώσει, ή τουλάχιστον περιορίσει, την αποτελεσματικότητα των απολύσεων και των συνταξιοδοτήσεων. Αναμφίβολα, επίσης, επειδή εξακολουθούν να γίνονται «σπατάλες», και ακόμη δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε πού έχουν πάει όλα αυτά τα χρήματα. Και όλα αυτά, οφείλονται άραγε σε σφάλματα και σε προχειρότητα, ή μήπως πίσω από όλες αυτές τις απροσδιόριστες δαπάνες κρύβεται κάτι πολύ πιο ύποπτο, το οποίο δεν έχουμε ακόμη διευκρινίσει;
Κατά κύριο λόγο: δεν ήταν τάχα σε θέση, και η κυβέρνηση και οι ξένοι πιστωτές μας, να σκεφτούν ότι οι αυξανόμενες περικοπές επιφέρουν μειωμένη κατανάλωση, και η μειωμένη κατανάλωση επιφέρει μειωμένη παραγωγή, και η μειωμένη παραγωγή προκαλεί αύξηση της ανεργίας, και όλα αυτά προκαλούν έναν φαύλο κύκλο επιδεινούμενης ύφεσης;
Ήταν απλώς επόμενο ότι το ελληνικό κράτος θα αντιμετώπιζε σήμερα τόσο δραματική μείωση εσόδων. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μεταξύ πολλών άλλων, δεν έχει σταματήσει να επαναλαμβάνει αυτή την πρόβλεψη, εδώ και δύο χρόνια, και ορθώς αρνείται να συναινέσει στη λήψη περισσότερων «δόσεων» του ίδιου «φαρμάκου». Ενώ ο ίδιος αισθάνεται ίσως δικαιωμένος, οι επικριτές του πρέπει μάλλον να συνειδητοποιούν πλέον πικρά πόσο έξω έπεσαν – αλλά, παρά το λάθος τους, επιμένουν να μην έχουν καν την αξιοπρέπεια να το παραδεχτούν! Πώς να περιμένεις όμως αξιοπρέπεια από πολιτικούς και δημοσιογράφους αυτής της υποστάθμης! Η αλήθεια πονάει πιο πολύ από το ψέμα σε όσους την αποφεύγουν.
Το ζήτημα των εσφαλμένων προβλέψεων έχει πολλές πτυχές και συνδέεται με τις αυξανόμενες πλην όμως απατηλές ελπίδες (α) για τα Ευρωομόλογα που ενδέχεται να εκδοθούν και (β) για το πώς αυτά θα μπορούσαν να μας σώσουν. Κατά την άποψή μου, αυτό το σύνθετο θέμα είτε παρανοήθηκε πλήρως είτε απλώς χρησιμοποιήθηκε για να γεννήσει ελπίδες σε έναν λαό που αυτήν τη στιγμή προσπαθεί να πιαστεί από τα μαλλιά του. Έτσι, η κυβέρνηση μεγαλοποίησε τρεις ιδέες σε βαθμό εντελώς αδικαιολόγητο, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή των πολιτών από τα φλέγοντα θέματα.
Άρχισαν λοιπόν να γίνονται αλλεπάλληλες αναφορές, κατά πρώτο λόγο, στη δημιουργία ευρωομολόγων∙ κατά δεύτερο λόγο, στη συνταγματική μεταρρύθμιση∙ κατά τρίτο, στην ευρύτατη διεξαγωγή –ανώφελων, αυτήν τη στιγμή– δημοψηφισμάτων. Εντελώς ξαφνικά, μια κυβέρνηση που, καιρό τώρα, διαλύει με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ειρηνικών διαδηλωτών, θυμήθηκε τις δημοκρατικές της ανησυχίες και θέλησε να ενισχύσει τη δημοκρατία… στα χαρτιά!
Τόσο λόγω έλλειψης χρόνου και χώρου όσο και λόγω της δημοσιότητας που έχουν λάβει τα δύο πρώτα θέματα, θα περιορίσω τα σχόλια μου σ’ αυτά μόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το τρίτο δεν προβάλλεται επίσης ως πανάκεια για την πληθώρα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε.
Σε ό,τι αφορά τα ευρωομόλογα, η κυρία Μέρκελ παρουσίασε πρόσφατα με ευσύνοπτο τρόπο κάποιες βασικές αρχές. Δήλωσε ότι οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως «πρέπει […] να απομακρυνθούμε από μία ένωση χρεών σε μία διατηρήσιμη ένωση σταθερότητας» (Το Βήμα, 15 Σεπτεμβρίου 2011). Με άλλα λόγια, είναι λάθος να θεωρούμε ότι τα ευρωομόλογα αποτελούν έναν εύκολο τρόπο να μειώσουμε τα χρέη μας, και ειδικά τα χρέη του φτωχού Νότου, βασιζόμενοι στις εγγυήσεις του πλουσιότερου Βορρά.
Αν οι προαναφερθείσες ελπίδες για τα Ευρωομόλογα βασίζονται αφελώς στις ιδέες της διακρατικής «αλληλεγγύης» και «φιλίας», ή σε οποιουσδήποτε άλλους αβάσιμους ή και ανόητους συναισθηματισμούς, οι κυβερνητικές δηλώσεις είναι, ομοίως, εκτός πραγματικότητας. Και τούτο, διότι οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ των κρατών δεν καθορίζονται από συναισθήματα αλλά από εθνικά συμφέροντα∙ κι αυτό ισχύει εξίσου για τη χαλαρά ενοποιημένη –και δίχως ηγέτες– σημερινή Ευρώπη, όσο και αν θέλαμε να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Μπορεί η Ευρώπη να θέλει να σώσει το ευρώ, αλλά είναι σήμερα πολλοί αυτοί που αμφιβάλλουν αν αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη διάσωση της Ελλάδας.
Με λυπεί βαθιά αυτή η διαπίστωση, αλλά την αναφέρω επειδή ζω στο εξωτερικό και έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι η πατρίδα μου έχει πλέον γίνει πολύ μεγάλος μπελάς –ή μήπως θα έπρεπε, και εγώ,να τολμήσω να πω: «καρκίνωμα»– για την ΕΕ, απειλώντας να την παρασύρει στον πάτο, με αυτόν τον όλως ιδιαίτερο συνδυασμό οικονομικής και ηθικής κρίσης.
Η κυρία Μέρκελ ανέπτυξε περαιτέρω τον συλλογισμό της συμπληρώνοντας (ορθά, κατά τη γνώμη μου): «Τα ευρωομόλογα είναι απολύτως λάθος. Για να έχουμε κοινά επιτόκια, χρειαζόμαστε παρόμοια επίπεδα ανταγωνιστικότητας, παρόμοιες καταστάσεις στους προϋπολογισμούς», χωρίς τα οποία οι πλουσιότερες χώρες θα συνεχίσουν να αιμορραγούν μόνο και μόνο για να στηρίξουν τις φτωχότερες.
Από την πλευρά μας, αυτή η τεχνική απάντηση αντιπροσωπεύει ενδεχομένως μιαν αμφιλεγόμενη ηθική, τη σκληρότητα ή ακόμη και την απληστία της Γερμανίας. Ό,τι και αν πιστεύει κανείς, προσωπικά θεωρώ ότι ήταν –και παραμένει– δείγμα ρεαλιστικής πολιτικής. Επανέρχομαι λοιπόν στη βάσιμη εντύπωσή μου, ότι η Ευρώπη έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί, κάθε μέρα και περισσότερο, πως, για να σώσει την Ιταλία ή ακόμη και τη Γαλλία από την επιδείνωση της σημερινής κρίσης, μπορεί να χρειαστεί να πετάξει την Ελλάδα στους καρχαρίες…
Αυτή είναι η βάση όλων των συζητήσεων που γίνονται σήμερα, και, κατά τη γνώμη μου, η πρόσφατη δήλωση του κυρίου Μπαρόζο, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή θα αρχίσει να σκέφτεται το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας «βιώσιμης εκδοχής» Ευρωομολόγων, είναι απλώς χαρακτηριστική των ευρωπαϊκής εμπνεύσεως συμβιβασμών οι οποίοι επινοούνται μόνο και μόνο για να επιτρέψουν στην ΕΕ να προχωρήσει, κουτσά-στραβά, μέχρι την επόμενη κρίση της.
Αυτή δεν ήταν, άλλωστε, η βάση επί της οποίας δημιουργήθηκε και εισήχθη το ευρώ; Κι επίσης, έτσι δεν δημιουργήθηκε το νέο αυτό νόμισμα, κατά τρόπο μάλλον εσπευσμένο και ημιτελή, προτού μπορέσει να συγκροτηθεί ο κατάλληλος μηχανισμός για να επιβλέπει τη σωστή του λειτουργία; Και, τέλος, δεν είναι άραγε ξεκάθαρο πλέον ότι, με την ένταξη χωρών όπως η Ελλάδα στην ΕΕ, χωρών που ουδέποτε εκπλήρωσαν όλα τα απαιτούμενα κριτήρια και ουδέποτε συμμερίστηκαν την πιο πειθαρχική νοοτροπία των βορειοευρωπαϊκών χωρών, τόσο οι αιτούντες όσο και οι αποδέκτες έκαναν ένα κρισιμότατο λάθος;
Άλλη μια φορά, λοιπόν, οι πολίτες πλανώνται αν τρέφουν την ελπίδα ότι το ευρωομόλογο θα τους επιτρέψει, αίφνης, να εκδώσουν νέα ομόλογα και να εξασφαλίσουν χρήματα με χαμηλότερα επιτόκια κατά τρόπο είτε ανέλεγκτο είτε ημι-ελεγχόμενο (από ποιον;), τα οποία ακολούθως θα πάρουν οι αγορές γνωρίζοντας ότι έχουν την εγγύηση της Γερμανίας (και, σε μικρότερο βαθμό, της Γαλλίας). Είναι αφέλεια να περιμένουμε από τον γερμανικό λαό να δεχτεί μια τέτοια συμφωνία και να επιβαρύνει το δημόσιο χρέος του (που ήδη ανέρχεται στην τάξη του 80% του ΑΕΠ) προς χάριν μιας ιδέας, της ιδέας της ΕΕ, η οποία, το επαναλαμβάνω, ούτε σωστά σχεδιασμένη είναι ούτε λειτουργεί σαν καλολαδωμένη μηχανή.
Αργά ή γρήγορα, αυτή η Ένωση –στην επιτυχία της οποίας, προσωπικά, έχω αφιερώσει (ματαίως;) όλη μου την επαγγελματική ζωή– είτε θα διαλυθεί είτε θα οδηγήσει σε μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων, με έναν σπάταλο Νότο και έναν πειθαρχημένο Βορρά έτοιμο να συμπαραταχθεί με τη Ρωσία και τον ορυκτό πλούτο της. (Ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει μια σύντομη αλλά πολύ διαφωτιστική ανάλυση αυτού του θέματος στη διεύθυνση: http://www.bloomberg.com/news/2011-09-14/euro-bonds-are-wrong-fix-in-flawed-union-commentary-by-riccardo-barbieri.html ).
Η συνταγματική μεταρρύθμιση είναι ένα ακόμη θέμα που, αναμφίβολα, απαιτεί την αμέριστη προσοχή μας. Η ευρύτητα, ωστόσο, με την οποία γίνεται σήμερα αντιληπτό το συγκεκριμένο θέμα είναι τόσο μεγάλη, ώστε το μόνο που θα καταφέρει τελικά, αν ποτέ υιοθετηθεί ως λύση, είναι να ωθήσει τους πανεπιστημιακούς σε ατέρμονες συζητήσεις, να αναγκάσει τους πολιτικούς να χάσουν πολύτιμο χρόνο σε επιφανειακές εικασίες σχετικά με την σύνταξη του ιδεώδους συντάγματος και να ενθαρρύνει το σύνολο του πληθυσμού να βγάλει από τη σκέψη του τα πιο επιτακτικά ζητήματα της ζωής του. Διότι επιτακτικό σήμερα δεν είναι το πώς και αν θα μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών από 300 σε 200, αλλά το πώς θα βρεθεί ένας τρόπος ώστε η Βουλή να μπορεί εφαρμόσει τον νόμο σε όσα μέλη της θεωρούνται ύποπτα αδικημάτων.
Ούτε είναι ιδιαίτερα επιτακτική η υιοθέτηση νομικής διατάξεως που θα εμποδίζει τους υπουργούς να είναι και βουλευτές, κάνοντάς τους, έτσι, πιο τίμιους ή πιο αντικειμενικούς στη λήψη αποφάσεων. Πράγματι, αν συνεχίσουν να υπάρχουν αυτές οι επονείδιστες συνήθειες, θα βρεθεί απλώς ένας άλλος τρόπος ή λόγος για να συνεχιστούν.
Ούτε, τέλος, η αναγνώριση περισσότερων εξουσιών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα βελτιώσει τη διακυβέρνηση της χώρας, καθότι, αντιθέτως, θα δημιουργήσει πιθανώς νέες συγκρούσεις ανάμεσα σε αυτόν και στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Οι ευρείες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αν επιχειρηθούν, θα οδηγήσουν σε ατέρμονες αντιπαραθέσεις και συζητήσεις, αποσπώντας την προσοχή μας από την επίλυση των σημαντικότερων προβλημάτων της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, κατεπείγουσα αντιμετώπιση –ιδίως σήμερα που η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόταγμα–, χρειάζονται δύο ζητήματα.
Πρώτο είναι το ζήτημα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και, δεύτερο, το γεγονός ότι τα δικαστήριά μας επιβραδύνουν τις επενδύσεις με κάθε λογής αιτιολογικά, μεταξύ των οποίων και οι οικολογικές ανησυχίες.
Δίχως αμφιβολία, υπάρχουν σοβαροί λόγοι στη βάση και των δύο αυτών θεμάτων. Ωστόσο, η ανάγκη μείωσης του συνόλου των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα μετατρέπεται ταχύτατα σε αναπόδραστη πραγματικότητα, ενισχυόμενη άλλωστε από το γεγονός ότι ένας μεγάλος αλλά απροσδιόριστος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων που κατέχουν σήμερα άχρηστες θέσεις, απλούστατα, δεν δουλεύουν!
Σε ένα ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε πρόσφατα (Το Βήμα, 25 Αυγούστου 2011) με θέμα τις επιδόσεις των μεγαλύτερων εφοριών της επικράτειας, οι οποίες θεωρητικά καλύπτουν το 70% των φορολογικών εσόδων της χώρας μας, έδειξε ότι κάθε εφοριακός υπάλληλος έκανε, κατά μέσον όρο, έναν φορολογικό έλεγχο τον μήνα! Αν ο νόμος εγγυάται την εργασιακή μονιμότητα σε τέτοιους υπαλλήλους, τότε, όπως έγραψε κάποτε ο Τσαρλς Ντίκενς, «ο νόμος είναι κουτός»!
Αυτό λοιπόν που χρειάζεται είναι η δημιουργία μια αμερόληπτης διαδικασίας η οποία θα επιτρέψει σε έναν φορέα ευρείας αποδοχής να διευκολύνει είτε την απόλυση, είτε τη μετάταξη, είτε τον υποβιβασμό των δημοσίων υπαλλήλων με χαμηλές επιδόσεις ή ανύπαρκτο έργο. Προσωπικά δεν τρέφω καμία αυταπάτη: όλα αυτά θα γίνουν∙ εάν όμως δεν τα σχεδιάσουμε εκ των προτέρων και δεν τα μελετήσουμε προσεκτικά, τότε θα επιβληθούν, όπως οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις που γίνονται στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό, κατά τρόπο σπασμωδικό, αναποτελεσματικό και ενδεχομένως επιδεκτικό μικροκομματικών χειρισμών, οι οποίοι άλλωστε αποτελούν και τη βασική αιτία που έχει κάνει το πρόβλημα τόσο μεγάλο και τόσο δυσεπίλυτο.
Για να δώσω ένα παράδειγμα: ας σκεφτεί ο αναγνώστης το νέο τέλος ακινήτων που πρότεινε πρόσφατα ο κύριος Βενιζέλος, αποκορυφώνοντας τις γκάφες του κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του στο Υπουργείο Οικονομικών! Δεν ξέρω αν θα ήθελα να του ευχηθώ: «Και εις ανώτερα!»
Η ικανότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας να επιβραδύνει τα επενδυτικά προγράμματα, και ειδικά όσα προέρχονται από το εξωτερικό, αποτελεί επίσης ένα καθεστώς που απαιτεί άμεση αναθεώρηση. Οπωσδήποτε, κάθε προσπάθεια αλλαγής των σχετικών κανονισμών θα προκαλούσε αυτομάτως τεράστιες αντιδράσεις είτε (α) από τη (μικρή) ιδιοτελή ομάδα νομικών – ονόματα δεν χρειαζονται για τους γνωρίζουν όλοι που ασχολούνται με αυτά τα θέματα - που αποκομίζουν αστρονομικά κέρδη από τον χειρισμό αυτών των μεγάλων υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας, είτε (β) από τους αγνούς ιδεολόγους που πιστεύουν στην ικανότητα και στο αλάθητο της νομικής διαδικασίας κατά την επίλυση των πολιτικοοικονομικών διενέξεων.
Η επιθυμία να αποφευχθεί μια απόφαση που, μακροπρόθεσμα, θα έβλαπτε το περιβάλλον είναι και κατανοητή και αξιέπαινη. Είμαι βέβαιος όμως ότι μπορεί να βρεθεί ένας συνταγαμτικός τρόπος με τον οποίο θα μπορέσουμε και (α) να περιορίσουμε την επενέργεια τέτοιων επιβραδυντικών κινήσεων και (β) να μειώσουμε το χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να εκδικαστούν οι σχετικές υποθέσεις. Τούτο είναι αποφασιστικής σημασίας σε μια περίοδο που η χώρα μας χρειάζεται την οικονομική ανάπτυξη όσο ακριβώς χρειάζεται και την προστασία του φυσικού της περιβάλλοντος. Στο γεγονός αυτό, θεωρώ, έγκειται η ουσία του όλου ζητήματος, με το οποίο μπορούν να καταπιαστούν μόνον άνθρωποι που δεν σκέφτονται με όρους μικροπολιτικής ή επαγγελματικών συμφερόντων.
4. Έλλειψη σχεδιασμού
Η κατάσταση αυτή οφείλεται εν πολλοίς στην κυβερνητική έλλειψη συντονισμού και εσωτερικής συμφωνίας, στην οποία θα επανέλθω και αργότερα. Συνδέεται όμως και με το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει αποδειχθεί ανίκανη να κάνει το κράτος να δουλέψει, αλλά και με το ότι κανένα μέλος της δεν φαίνεται να έχει αναπτύξει το παραμικρό προσχέδιο για τους τομείς της ελληνικής οικονομίας που είναι παραγωγικοί, ή εν δυνάμει παραγωγικοί, και άρα θα έπρεπε να κινητοποιηθούν άμεσα ώστε να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Το καθήκον αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, εφόσον είναι σαφές, λόγω περιορισμένων πόρων, ότι αυτές οι προσπάθειες αναγέννησης της οικονομίας πρέπει να εντοπίσουν και να επικεντρωθούν στους τομείς εκείνους που μετρούν ήδη επιτυχίες στο ενεργητικό τους και είναι ρεαλιστικά επιδεκτικοί περαιτέρω ανάπτυξης.
Η περίπτωση του ναυτιλιακού τομέα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της παράλυσης, της εσωτερικής διχόνοιας των πολιτικών και της έλλειψης φαντασίας από την πλευρά πολλών μελών της κυβέρνησης, που δεν έχουν καν σκεφτεί να αφιερώσουν σε αυτόν τον τομέα ένα ξεχωριστό Υπουργείο.
Μια περιπτωσιολογική μελέτη για τις προσωπικές φιλοδοξίες των διαπληκτιζόμενων υπουργών μας θα διαφώτιζε αρκετά τους απλούς Έλληνες πολίτες (προκαλώντας τους ίσως και αποστροφή), οι οποίοι, όσο οξυδερκείς και αν είναι, δεν μπορούν καν να φανταστούν πόσο συχνά, πίσω από την παράλυση του κράτους, βρίσκονται οι αντιπαλότητες και φιλοδοξίες μεμονωμένων υπουργών – αν και είναι γεγονός ότι οι πολιτικοί μας είναι ασυναγώνιστοι στο να παρουσιάζουν τις προσωπικές τους βλέψεις ως γενικά ζητήματα αρχής.
Οι μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που ανακοινώθηκαν πρόσφατα αποτελούν εναργές παράδειγμα μιας τέτοιας ασχεδίαστης, πρόχειρης κίνησης, η οποία αποφασίστηκε εν όψει της πρόσφατης απόφασης της Τρόικας να μην εγκρίνει την επόμενο «δόση» αν η ελληνική κυβέρνηση δεν κάνει όσα είχε υποσχεθεί μήνες ή και χρόνια πριν. Η εσπευσμένη εφαρμογή αυτού του σχεδίου δεν σημαίνει απλώς περισσότερα δεινά για αυτούς που θα απολυθούν άμεσα, σπασμωδικά, και όχι με σχεδιασμένο τρόπο (ο οποίος θα επέτρεπε ενδεχομένως την εκτενή αξιοποίηση τους σε άλλους τομείς)∙ σημαίνει επίσης ότι η βάναυση αυτή αλλαγή μπορεί να ενισχύσει το ενδεχόμενο ευρύτατων απεργιακών κινητοποιήσεων, αλλά και της αναπόφευκτης σύγκρουσης στους δρόμους, την οποία η κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει χρησιμοποιώντας απλώς τις αστυνομικές της δυνάμεις.
Όλο και μικραίνει, λοιπόν, η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από το «ικρίωμα», αλλά το επικείμενο τέλος γίνεται όλο και πιο οδυνηρό, μια και η εγωιστική ανικανότητα των κυβερνώντων επιμηκύνει κατά τον πλέον αγωνιώδη τρόπο το χρονικό διάστημα πριν από την «εκτέλεση». Υπ’ αυτές τις συνθήκες, νιώθει κανείς την ανάγκη να διερωτηθεί: οι επαναστάσεις είναι άκρως ανατρεπτικά κοινωνικά γεγονότα, τα οποία επιφέρουν περισσότερα δεινά και πολύ πόνο∙ λαμβάνοντας όμως υπόψη την ανικανότητα και την αναλγησία της κυβέρνησής μας, ποιος μπορεί να επιρρίψει άδικο στον πεινασμένο και αγανακτισμένο επαναστάτη;
5. Έλλειψη συντονισμού
Είναι κοινό, κοινότατο, μυστικό ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι βαθιά διχασμένη ανάμεσα στο λεγόμενο «παλιό ΠΑΣοΚ» (το οποίο –οφείλουμε να παραδεχτούμε, έστω και αν κάποιοι, όπως εγώ, διαφωνούσαμε με τη φιλοσοφία του– ότι είχε κάποτε έναν χαρισματικό ηγέτη, συγκεκριμένους στόχους και κοινωνική συνείδηση) και τους επονομαζόμενους εκσυγχρονιστές, οι οποίοι προβάλλουν σήμερα διάφορες αστόχαστες ιδέες περί εξωτερικής πολιτικής και παιδείας, ιδέες που συγκινούν ίσως μερικούς «trendy» διανοουμένους, αλλά σημαίνουν ελάχιστα για τους απλούς Έλληνες πολίτες. Εξίσου σαφές είναι ότι οι υπουργοί που δεν συμφωνούσαν με την πολιτική της οικονομικής λιτότητας έχουν, σε όλες τις περιπτώσεις, αρνηθεί να εκτελέσουν τις αποφάσεις που εγκαινίασαν η κυβέρνηση και οι αρχάριοι –αλλά, υποτίθεται, πεφωτισμένοι– εκσυγχρονιστές της.
Η υπαιτιότητα όμως ανήκει στον ίδιο τον πρωθυπουργό, και όχι στα «τσιράκια» του. Πράγματι, τόσο από νομική όσο και από πολιτική άποψη, σε αυτόν ανήκει το καθήκον του συντονισμού της κυβερνητικής πολιτικής. Όσο και αν επιμένει να περνάει αυτό το καθήκον σε διάφορους άλλους συντονιστές –διαδοχικά τους κυρίους Παμπούκη, Πάγκαλο, Ραγκούση, Βενιζέλο, με τη βοήθεια, πάντοτε, του διαρκώς πιο πολυμελούς πρωθυπουργικού γραφείου του–, η υπαιτιότητα, η ευθύνη, είναι μόνον δική του. Είναι, συνεπώς, βάσιμος ο ισχυρισμός ότι ο σημερινός πρωθυπουργός, πέρα από το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του στην εφαρμογή μιας πολιτικής γραμμής βασισμένης εκ περιτροπής στην κατάθλιψη και την ανακούφιση, και προορισμένης να προκαλέσει σοκ και δέος στον ίδιο του τον λαό και να τον εξωθήσει στη σύγχυση και ακολούθως στην υποταγή, έχει επίσης επιδείξει μνημειώδη ανικανότητα στους τομείς της ηγεσίας και του συντονισμού. Η αδυναμία του, εν προκειμένω, δεν είναι απλώς πλήρης, αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει προηγούμενο στον μακρύ κατάλογο των πολιτικών που κατείχαν το ίδιο αξίωμα στη μεταπολεμική Ελλάδα.
6. Ευνοιοκρατία
Ως γνωστόν, στην τέχνη αυτή διέπρεψε και ο προηγούμενος πρωθυπουργός μας, αν και αυτός τουλάχιστο φρόντισε να κρατήσει εκτός κυβερνήσεως αρκετούς από τους «προσωπικούς» του φίλους και, απλώς, να τους συμβουλεύεται κατ’ ιδίαν στο σπίτι του ή στο διαμέρισμά του στο Κολωνάκι. Ο σημερινός πρωθυπουργός, όμως, επέλεξε να διορίσει σε υπουργικές θέσεις πολλούς προσωπικούς του φίλους, παρά την εμφανή τους έλλειψη πολιτικής πείρας σε δημόσια αξιώματα. Έτσι, κατά έναν τρόπο που φέρνει κυρίως στον νου την Αικατερίνη τη Μεγάλη της Ρωσίας, ο πρωθυπουργός έχει επιδείξει έντονη την τάση να διορίζει στενούς φίλους του σε θέσεις-κλειδιά. Αντίθετα όμως με τα άτομα που διόριζε η Ρωσσίδα Αυτοκράτειρα, οι εν λόγω «φίλοι» δεν διέθεταν κάποια αξιόλογα διαπιστευτήρια, ούτε και είχαν σημειώσει κάποια ιδιαίτερη επιτυχία στην προηγούμενη σταδιοδρομία τους. Σε μία ή δύο περιπτώσεις, μάλιστα, δεν είχαν καν σταδιοδρομία…
Ο προηγούμενος υπουργός Εξωτερικών, που αποχώρησε πρόσφατα από τη θέση του (προς λύπη, ομολογουμένως, κανενός!), αποτελεί παράδειγμα ανώτερου υπουργού με πενιχρότατη σταδιοδρομία στον δημόσιο βίο και ακόμη πενιχρώτερη επίδοση ως «επιστάτης» του Υπουργείου που του ανετέθη. Η απομάκρυνσή του, λόγω της εντεινόμενης εσωτερικής απογοήτευσης για τις υπουργικές του επιδόσεις κατά τη διάρκεια μια εξαιρετικά κρίσιμης περιόδου, και ο συνακόλουθος διορισμός του στο καλοπληρωμένο πόστο του ευρωβουλευτή δείχνουν ξεκάθαρα ότι, παρά την πλήρη αποτυχία του, δεν ήταν δυνατόν να στερηθεί μια γενναία ανταμοιβή ως παλιός και υποτακτικός φίλος.
Το πώς, τώρα, όλα αυτά βοηθούν την Ελλάδα να παρουσιάσει τις διεκδικήσεις και τις υποθέσεις της στα ξένα ακροατήρια αποτελεί τελείως διαφορετικό ζήτημα. Αναμφίβολα, όμως, τόσο τη σημερινή όσο και την προηγούμενη κυβέρνηση ελάχιστα τις ενδιέφερε η επιλογή του ατόμου που θα έδειχνε στο εξωτερικό το καλύτερο δυνατό πρόσωπο της χώρας μας. Διότι στην Ελλάδα οι υπουργοί Εξωτερικών ενδιαφέρονται περισσότερο για τη δική τους εικόνα παρά για την εικόνα της πατρίδας τους, την οποία υποτίθεται ότι πρέπει να εκπροσωπούν. Ας είμαστε όμως δίκαιοι: η προκάτοχος του κ Δρούτσα είχε πιο ανεπτυγμένο το αίσθημα της αυτοπροβολής.
Η αντίθεση με τις αντίστοιχες προσπάθειες που γίνονται σε αυτό το επίπεδο από τις διπλωματικές υπηρεσίες χωρών όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Τουρκία –και περιορίζω τις παρατηρήσεις μου σε χώρες των οποίων τους ξένους αντιπροσώπους έχω γνωρίσει κατά το παρελθόν– είναι τόσο κραυγαλέα ώστε επισκιάζει τη χώρα μου μέχρι ταπεινώσεως! Προσωπικά δεν έχω κανέναν δισταγμό να παραδεχτώ τη ζήλεια μου για την Τουρκία, χώρα με την οποία εύχομαι ειλικρινά να έχουμε μια μέρα στενές φιλικές σχέσεις, αλλά και η οποία με βρίσκει κατηγορηματικά αντίθετο λόγω της σημερινής επεκτατικής πολιτικής της.
Αυτή η απροκάλυπτη ευνοιοκρατία είναι επίσης προφανής στους διορισμούς ανώτερων στελεχών στα διάφορα υπουργεία. Για να σταθώ σε ένα υπουργείο το οποίο έχω μελετήσει πιο επισταμένως –το ΥΠΕΞ–, παρατηρούμε εκεί ότι όταν η τάση διορισμού ευνοουμένων γίνεται συστημική οδηγεί, κατά τρόπο φυσικό, στη χρησιμοποίηση διαφόρων «υποτακτικών» σε θέσεις-κλειδιά. Οποιοσδήποτε πιστεύει στην αξιοκρατία δεν μπορεί παρά να απεχθάνεται αυτή την πρακτική.
H ίδια πρακτική όμως έχει ένα ακόμη σημαντικό μειονέκτημα στον βαθμό που αποθαρρύνει πλήρως τους υπόλοιπους εργαζομένους στο ίδιο υπουργείο. Γιατί οι εν λόγω υπάλληλοι βλέπουν ότι δεν έχουν καμία προοπτική επαγγελματικής εξέλιξης όσο παραμένει στην εξουσία μια δράκα δολοπλόκων. Δυστυχώς, όμως, το πρόβλημα είναι ακόμη πιο σοβαρό από όσο νομίζουμε, καθότι, αν κρίνουμε από την έως τώρα ακολουθούμενη πρακτική, και εμείς και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι μεσαίας ή και ανώτερης βαθμίδας ξέρουμε καλά πως αυτή είναι η μόνιμη πρακτική των Ελλήνων υπουργών Εξωτερικών, οπότε οι πιθανότητες μελλοντικής βελτίωσης δεν είναι απλώς ισχνές, αλλά εντελώς ανύπαρκτες, παρεκτός και αν επέλθει μια ριζοσπαστική αλλαγή της καθεστηκυίας τάξης.
7. Εθνική κατάθλιψη
Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Το Βήμα έγραψε πρόσφατα (15 Σεπτεμβρίου 2011 δηλαδη προτού αναλαβει την παρούσα θέση του) ότι «Ο ελληνικός λαός ζει εδώ και σχεδόν δύο χρόνια σε κατάσταση διαρκούς αγωνίας. [...] Ανά δίμηνο-τρίμηνο ζει μοναδικό κάθε φορά θρίλερ μεταξύ κατάρρευσης και διάσωσης. [...] Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η διαρκής αγωνία είναι αποτέλεσμα ατελούς πολιτικής διαχείρισης της κρίσης».
Το πρώτο μέρος της εκτίμησής του είναι καθ’ όλα ακριβές∙ το δεύτερο χωλαίνει για δύο συγκεκριμένους λόγους. Κατά πρώτο λόγο, δεν λέει τίποτε για τον ρόλο των ΜΜΕ –μη εξαιρουμένου του Βήματος– στη δημιουργία αυτού του «θρίλερ», μέσω αλλεπάλληλων καταθλιπτικών άρθρων και, ακολούθως –όταν «πέσει το σήμα» από κάποιον πολιτικό φίλο– μέσω της επιδοκιμασίας του πρωθυπουργού, ο οποίος, χάρις στο ταλέντο του, κατάφερε να μας σώσει από την άβυσσο. Η ευφορία –«ανάσα» την έλεγαν τον Ιούλιο– θα παρατείνει κατά δύο ακόμη μήνες την παρουσία κάποιων στην υπουργική καρέκλα, κι ύστερα θα ξεκινήσει ο νέος κύκλος. Και αυτό ακριβώς ζούμε τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές!
Είναι όμως πολύ πιο σημαντικό το γεγονός ότι ο συγγραφέας κάνει απλώς λόγο για ένα «θρίλερ», ενώ πρόκειται για ένα ζοφερό ψυχολογικό παιχνίδι, ένα στρατήγημα δημοσίων σχέσεων, κυβερνητικής επινόησης και ενορχήστρωσης. Ως εκ τούτου, αποτελεί οικτρή πρακτική, η οποία αποκαρδιώνει τον λαό, συντρίβει το ηθικό του, ακυρώνει την ικανότητά του να ελπίζει, και όλα αυτά μόνο και μόνο για να τον οδηγήσει στην πολιτική υποταγή και την αποδοχή της παραμονής της κυβέρνησης στην εξουσία.
Το τέχνασμα αυτό –ασυνείδητα ίσως– βασίζεται στους κανόνες τους ψυχολογικού πολέμου, καθώς χρησιμοποιεί πραγματικές καταστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία οι άνθρωποι βλέπουν γύρω τους, για να τους χειραγωγήσει έπειτα καταλλήλως και να τους ωθήσει στην πλήρη υποταγή. Έτσι, ο υπάλληλος που βλέπει τον γείτονά του να απολύεται ξαφνικά, να μένει άνεργος, αισθάνεται, όχι απλώς τυχερός, αλλά τουλάχιστον υποχρεωμένος να σιωπήσει όταν βλέπει ότι ο δικός του μισθός, αν και μειωμένος σε αξιοθρήνητα επίπεδα, είναι τουλάχιστον υπαρκτός.
Η κατάθλιψη εντείνεται μέσα από την καθημερινή δημοσίευση κειμένων και τη μετάδοση τηλεοπτικών ρεπορτάζ τα οποία, με τον πιο αγωνιώδη τρόπο, προβλέπουν την επερχόμενη καταστροφή. Και ακολουθεί η αναπόφευκτη, απρόθυμη στήριξη από την ΕΕ, συνδυαζόμενη ασφαλώς με περισσότερους επαχθείς όρους, στήριξη που, όπως είπα, παρουσιάζεται ως πρωθυπουργικός θρίαμβος. Για να γίνει, μάλιστα, πιο αληθοφανής και ελκυστική αυτή η πρακτική, συνοδεύεται από εικόνες με χειραψίες και χαμόγελα ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τους κυρίους Μπαρόζο και Ρομπάι, τα οποία προορίζονται να συγκαλύψουν το χάος στο οποίο βυθίζεται σήμερα ολόκληρη η Ευρώπη.
Αυτός ο ψυχολογικός βιασμός του νου των πολιτών στοχεύει στην εξουδετέρωση της ικανότητάς τους να σκέφτονται, να αντιδρούν, να διαμαρτύρονται και, το χειρότερο όλων, να ονειρεύονται ένα κάποιο μέλλον. Και τους τρεις αυτούς στόχους προσπαθεί, κατά τα φαινόμενα, να επιτύχει η κυβέρνησή μας. Και αν πράγματι αυτή είναι η επιδίωξή της, τότε, ομολογουμένως, τα έχει καταφέρει καλά μέχρι τώρα.
Έτσι, όταν, εν μέσω της πιο πρόσφατης φάσης της οικονομικής κρίσης, ο κ. Ερντογάν εκμεταλλεύθηκε την ελληνική αδυναμία –όπως θα έκανε κάθε καλός «φίλος»– και έστειλε τα πλοία του να κάνουν έρευνες στην περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ του Καστελόριζου, τι κάνει το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών; Κάνει ό,τι ακριβώς θα περίμεναν οι ελάχιστοι εναπομείναντες θαυμαστές αυτού του παρακμιακού και, επί του παρόντος, άχρηστου υπουργείου: στέλνει ένα έγγραφο διαμαρτυρίας στο τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών! Μήπως, αντιθέτως, να γινόταν άμεση παύση της απολύτως αδικαιολόγητης ελληνικής στήριξης της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ; Μήπως να γινόταν άμεση ανακήρυξη της ΑΟΖ έπειτα από συμφωνία με την Κύπρο και το Ισραήλ; Μήπως; Μα όποιος κάνει καν αυτές τις ερωτήσεις αποδεικνύει ότι δεν ξερει τίποτα περί αυτού του υπουργείου.
Όχι βέβαια! Ποιο, άλλωστε, από τα τουρκόφιλα μέλη του ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο, χρόνια τώρα, επί τρεις κυβερνήσεις τουλάχιστον, ασκεί υπέρμετρη, και δη επιζήμια επιρροή κατα την γνώμη όλο και περισσοτέρων πολιτών - Ελλήνων και Κυπρίων - στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής μας, θα ανεχόταν μια τέτοια κίνηση; Και άραγε, δεν θα έσπευδε πάραυτα η φίλια εφημερίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ να «παραγγείλει» άρθρα σφοδρής πλην αστήρικτης πολεμικής –άρθρα που, ενίοτε, υπερβαίνουν τα αγγίζουν τα όρια της συκοφαντικής δυσφήμησης– εναντίον οποιουδήποτε προσπαθούσε να θυμίσει στους Έλληνες πολίτες ποιοι βρίσκονται πίσω από το ΕΛΙΑΜΕΠ, ποιοι το χρηματοδοτούν, ή, πάλι, τι έχει κάνει μέχρι τώρα σχετικά με τις προσπάθειες της Κύπρου να εδραιώσει το κράτος δικαίου και να αποκρούσει τις απόπειρες των Τούρκων να την καταβροχθίσουν μονομιάς;
Είναι, μετά, να απορεί κανείς που το ελληνικό ΥΠΕΞ, όταν τα ερευνητικά σκάφη της Τουρκίας –τέσσερα, από ό,τι μαθαίνω– παραβίασαν πρόσφατα τα χωρικά μας ύδατα στο Καστελόριζο, δήλωσε ότι τα τουρκικά πλοία έπλεαν σε περιοχή στην οποία η Ελλάδα είναι «μία από τις χώρες που έχουν νόμιμα δικαιώματα!» Όπως ισχυρίστηκε η Κύρα Αδάμ, εμβριθής και αξιοζήλευτα ανεξάρτητη δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας, στις 16 Σεπτεμβρίου 2011:
«Είναι απολύτως παράλογο το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών σε επίσημη ανακοίνωση-αντίδρασή του προς την Τουρκία να παραδέχεται ότι στην περιοχή ΝΟΤΙΩΣ του Καστελόριζου μπορεί να υπάρχει ΚΑΙ άλλη υφαλοκρηπίδα πλην της απολύτου ελληνικής. Δι’ αυτού του τρόπου το Υπουργείο Εξωτερικών (χωρίς χάρτη και μπούσουλα;) ανοίγει μόνο του παράθυρο στην Τουρκία να επικαλεστεί και αυτή επισήμως ότι πράγματι έχει ΚΑΙ αυτή υφαλοκρηπίδα νοτίως του Καστελόριζου. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει το Καστελόριζο, τα χωρικά ύδατά του, η υφαλοκρηπίδα του και η ΑΟΖ του να... κουτσουρευτούν καταλλήλως. Με άλλα λόγια, να κουτσουρευτεί η εθνική κυριαρχία στην περιοχή του Καστελόριζου. Κάτι που επιχειρεί και στο οποίο επιμένει η Τουρκία σε όλες τις μέχρι τώρα διερευνητικές συνομιλίες με την Ελλάδα για το εύρος των χωρικών υδάτων. Και του εναέριου χώρου».
Οποιοσδήποτε έχει διαβάσει τα πολυάριθμα κείμενα που έχω γράψει εναντίον της απαθούς, πρόχειρης, πεζής και επικίνδυνα συμβιβαστικής πολιτικής που ακολουθεί το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τουλάχιστον από το 1999, θα καταλάβει ότι, εδώ, ενισχύω ακόμη περισσότερο τη στάση μου: θεωρώ πράγματι ότι η πρόσφατη αυτή ανακοίνωση αποτελεί το πρώτο κρίσιμο βήμα για να παραχωρηθεί στους Τούρκους αυτό που πάντοτε επιζητούσαν.
Επιπλέον, έχω την εντύπωση, και θεωρώ καθήκον μου να τη δημοσιοποιήσω, ότι, αν δεν απομακρυνθεί σύντομα από την εξουσία ο σημερινός πρωθυπουργός, θα ακολουθήσουν πολύ περισσότερες παραχωρήσεις, καθώς επιταχύνεται η οικονομική μας κάθοδος προς τη χρεοκοπία.
Η μακροσκελής αυτής παρέκβαση στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής δεν είχε σκοπό να επισημάνει για πολλοστή φορά το γνωστό γεγονός ότι ασυγχώρητη αμέλεια πλήττει εδώ και καιρό τα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά να δείξει ότι ο ψυχολογικός πόλεμος που έχει κηρύξει η κυβέρνηση ενάντια στον ίδιο της τον λαό επηρεάζει ακόμη και διανοουμένους οι οποίοι αισθάνονται εξίσου αποκαμωμένοι με ανθρώπους λιγότερο μορφωμένους και, οπωσδήποτε, πολύ λιγότερο εύπορους.
Έτσι, όταν διάβασα την ανακοίνωση του ΥΠΕΞ, σκέφτηκα αμέσως να γράψω από το Τέξας –όπου ασκώ, αυτή την περίοδο, τα καθηγητικά μου καθήκοντα– σε μερικούς Έλληνες συναδέλφους μου από τον χώρο της γεωπολιτικής και να τους ρωτήσω αν θα συμφωνούσαν να διαμαρτυρηθούμε μέσω μιας κοινής ανοικτής επιστολής για αυτή την επιζήμια απόφαση που αποτελεί πλήγμα στην εθνική μας κυριαρχία. Όλες ανεξαιρέτως οι απαντήσεις που έλαβα ήταν διστακτικές.
Παραθέτω ακολούθως –ανώνυμα, φυσικά– μία από αυτές τις απαντήσεις, η οποία δείχνει πόσο έχει πολτοποιείσει η κυβερνητική πολιτική το άλλοτε ακαταδάμαστο και ανεξάρτητο ελληνικό πνεύμα. Παρουσιάζω, ειδικότερα, τα συναφή σημεία μίας συγκεκριμένης απάντησης (με την προσωπική μου αντίδραση εντός παρενθέσεως), για να καταδείξω, ακριβώς, τις μειωμένες «αντιστάσεις» που έχει προκαλέσει η αδιάκοπη κυβερνητική προπαγάνδα:
«Θα ήταν δύσκολο αυτήν τη στιγμή να συντονιστούμε για μια κοινή δήλωση, μια και δεν προλαβαίνουμε [να συμμετάσχουμε]. Προτείνω να στείλεις εσύ μια έντονη δήλωση –γύρω στις 500 λέξεις, ας πούμε– και να πεις τα πράγματα με το όνομά τους. […] Τα ίδια τα γεγονότα μας ξεπερνούν [και ποιον, δηλαδή, αφήνουν ανεπηρέαστο;]. Μια σωστή εκτίμηση για την κατάσταση που επικρατεί εδώ είναι ότι όλοι περιμένουν [χωρίς να κάνουν τίποτε;] την αδιανόητη τελική λύση […]. Οι Τούρκοι, όπως και όλοι, το βλέπουν και το γνωρίζουν αυτό. Το ίδιο όμως ισχύει και για τον απλό κόσμο. Σήμερα ήμουν στην Αθήνα και τουλάχιστον δέκα [απλοί άνθρωποι], ακόμη και άτομα με 30-50 χιλιάδες [μόνο] στην τράπεζα, ρωτούσαν να μάθουν σε ποια χώρα [έπρεπε να μεταφέρουν τα χρήματά τους]. Έχοντας συναναστραφεί τον τελευταίο καιρό κάποια ανώτερα κυβερνητικά στελέχη, όπως και ο [Χ], δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάποιον που, υπ’ αυτές τις συνθήκες, θα έδινε [την παραμικρή] προσοχή στο αν θα χάναμε την Κύπρο, τη Θράκη ή μερικά νησιά, και πολύ λιγότερο το Καστελόριζο. Η χρεοκοπία, δυστυχώς, θα συνοδευτεί από σοβαρότατες απώλειες».
Φρίττω!
Είναι άτιμοι οι κυβερνώντες που εξωθούν τόσο αξιόλογους πολίτες σε τέτοια διανοητική παράλυση∙ με τη σειρά τους, όμως, είναι αξιολύπητοι οι σκεπτόμενοι πολίτες που αφήνουν τη σκέψη τους να κατρακυλήσει σε τέτοια βάθη αδιαφορίας και παθητικότητας. Καθώς η Ελλάδα βυθίζεται στην καταστροφή με μεγάλη ταχύτητα, οφείλω – οφείλουμε όλοι να ενωθούμε και να αφυπνίσουμε όσους δεν έχουν χάσει ακόμη την επιθυμία να δουν τη χώρα να σώζεται, ακόμη και αν αυτό σημαίνει συνδυασμένες, συνεργατικές προσπάθειες της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς, όπως λέγαμε κάποτε. Άραγε, όμως, μπορώ – μπορούμε να καταπολεμήσουμε αυτή την αδιανόητη απάθεια, αυτή την πλήρη αδράνεια, που έχει γεννηθεί από την άκρα απελπισία που τόσο έντεχνα και ανεπίτρεπτα καλλιεργεί εδω και καιρό αυτή η κυβέρνηση;
Β. Η θεραπεία
1. Ορθή ταυτοποίηση και τιμωρία των ενόχων
Έχοντας ξεκινήσει από την ευρέως διαδεδομένη παραδοχή ότι η χώρα μας ασθενεί σοβαρά, και αφού ακολούθως απέρριψα τις πολιτικές που έχει εφαρμόσει το ετοιμοθάνατο σημερινό καθεστώς για να συγκαλύψει τις πλήρεις επιπτώσεις των πολλαπλών κρίσεων που διέρχεται η χώρα μας, προσπάθησα να διαγνώσω τα αίτια της εν λόγω ασθένειας. Πράγματι, αφού πρώτα δεχθείς ότι είσαι ασθενής, πρέπει ακολούθως να προσδιορίσεις την αιτιολογία της ασθένειας και να αποφασίσεις ποιο είναι το κατάλληλο φάρμακο. Οι παράγραφοι που ακολουθούν επικεντρώνονται σε ορισμένες πτυχές της θεραπείας που έχω να προτείνω.
Θα αποτολμήσω την υπόθεση ότι οι περισσότεροι Έλληνες θα συμφωνούσαν πως, παρ’ όλο που οι πολιτικοί μας είναι οι βασικοί υπαίτιοι για την κατάρρευση του κόσμου της μεταπολίτευσης –ο οποίος, παρότι ξεκίνησε στο τέλος μιας σκοτεινής εποχής, συνοδευόμενος από μια δόση μεταδοτικού ενθουσιασμού, καταλήγει σήμερα σε ακόμη βαθύτερο σκοτάδι και, μάλιστα, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή, απτή αίσθηση ελπίδας–, εξίσου υπαίτια για τα δεινά μας είναι κάποια άλλα «κατεστημένα». Τα κατεστημένα αυτά παίζουν εδώ και καιρό κάτι που μπορώ να περιγράψω μόνον ως το ιδιοτελές παιχνίδι της εξουσίας, της απληστίας και της προσωπικής φιλοδοξίας, παραμερίζοντας πλήρως μερικές –παρωχημένες, για κάποιους∙ διαχρονικές, για μένα– αξίες, και ειδικότερα τον πατριωτισμό, το καθήκον, τη θρησκεία, τη φιλοτιμία, τον σεβασμό για την ανθρώπινη προσωπικότητα, την ανεκτικότητα κ.ο.κ.
Από τα λεγόμενά μου θα πρέπει να είναι σαφές ότι μιλώ, μεταξύ άλλων, και για μια μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, τα οποία «ρίχνουν» το επίπεδο των περιεχομένων τους ή των προγραμμάτων τους, αδιαφορώντας παντελώς για την έννοια της δημοσιογραφικής ελευθερίας συνείδησης και σκέψης. Για ορισμένους, σκοπός αυτής της φαουστικής συναλλαγής είναι να «επιπλεύσουν» οικονομικά, ενώ για άλλους, και δη για όσους τα καταφέρνουν ούτως ή άλλως από αυτή την άποψη, να ελέγξουν ένα μέσο μαζικής επικοινωνίας και, με τη βοήθειά του, να ενισχύσουν τη δημόσια εικόνα τους και να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Η λογική αυτή επιτρέπει, ή και ενθαρρύνει, τη μετάλλαξη των ΜΜΕ από όργανα μετάδοσης ειδήσεων, πληροφοριών και σχολίων σε εργαλεία προώθησης προσωπικών στόχων, καθώς και των ατόμων που υποστηρίζουν αυτούς τους στόχους. Στην Αμερική, το τηλεοπτικό κανάλι Fox News, το οποίο συγκεντρώνει τις προτιμήσεις των θρησκευόμενων και ακροδεξιών τηλεθεατών, αποτελεί –τόσο για μένα όσο και πολλούς άλλους– εξόφθαλμο παράδειγμα αγενούς, εξευτελιστικής, προσβλητικής και κατάφωρα μεροληπτικής παρουσίασης των ειδήσεων, προς όφελος μιας ακραίας και άκρως μνησίκακης ιδεολογίας. Ο δημοσιογράφος που εργάζεται σε ΜΜΕ αυτού του είδους αναγκάζεται, επίσης, να συμμορφώνεται με τη λογική τους και να θέτει σε δεύτερη, ή και τρίτη, μοίρα τις προσωπικές του απόψεις κάθε φορά που τυχαίνει να διαφωνεί με την επίσημη γραμμή.
Είναι αρκετά τα ελληνικά ΜΜΕ που έχουν προσαρμοστεί εν πολλοίς σε αυτό το μοντέλο. Έτσι, τα μέσα αυτά παραποιούν – με διάφορους τρόπους - σκοπίμως τις ειδήσεις, είτε για να προωθήσουν την εκάστοτε κυβέρνηση (από την οποία αποκομίζουν οφέλη που εξασφαλίζουν την οικονομική επιβίωσή τους) είτε για να προαγάγουν τους δικούς τους στόχους, στο επίκεντρο των οποίων, όπως είπα, μπορεί να βρίσκεται η ενίσχυση της θέσης και του γοήτρου των ιδιοκτητών τους ή των διευθυντών τους. Ασφαλώς, όσο πιο ταλαντούχοι είναι οι συντάκτες τους, τόσο καλύτερα μπορούν να συγκαλυφθούν οι εν λόγω στόχοι. Ένας καλός τρόπος, μάλιστα, για να κρύψει τη μεροληπτικότητά της μια εφημερίδα, ή και ένα τηλεοπτικό κανάλι, είναι να διατηρεί τις υπηρεσίες του «εκκεντρικού», «εναλλακτικού» αλλά δημοφιλούς δημοσιογράφου, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι η ύλη της καλύπτει επαρκώς το πλήρες φάσμα των απόψεων. Παρά τις συγκεκριμένες τεχνικές εξαπατήσεις, όμως, τα πραγματικά κίνητρα και οι πραγματικοί στόχοι των εφημερίδων και των τηλεοπτικών καναλιών έχουν πλέον ξεσκεπαστεί πλήρως, και το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγήσει επαρκώς γιατί οι πωλήσεις ή τα ποσοστά τηλεθέασης ορισμένων πέφτουν τόσο ραγδαία ή, αντιθέτως, ανεβαίνουν τόσο κατακόρυφα (στην περίπτωση εκείνων που ακολουθούν ανοιχτά αντικυβερνητική στάση).
Οι ηγέτες των συνδικάτων που έχουν μετατρέψει το δικαίωμα της διαδήλωσης υπέρ των απόψεων και των συμφερόντων μιας ομάδας σε καθημερινό χόμπι, το οποίο εδώ και χρόνια παραλύει το κέντρο της Αθήνας, αντιπροσωπεύουν το τρίτο από τα προβλήματα της λίστας μου που πρέπει να επιλυθούν άπαξ διά παντός. Μολονότι πολλοί από τους συγκεκριμένους συνδικαλιστές συνδέονται με κάποιο πολιτικό κόμμα, επιδεικνύουν ενίοτε και τη δική τους προσωπική δύναμη, όταν αυτό τούς βοηθά, έμμεσα ή άμεσα, να ενισχύσουν την παρουσία τους και τον ρόλο τους στις τάξεις ενός κοινού που έχει αρχίσει να δυσπιστεί όλο και πιο ανοιχτά για την ουσία των συνδικαλιστικών τους καθηκόντων.
Το συνδικάτο της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ μάς έδωσε πρόσφατα ένα παράδειγμα έμμεσου τρόπου επέκτασης της δύναμής του πέραν των εργασιακών ζητημάτων –στον τομέα της ευρύτερης πολιτικής–, απειλώντας να προβεί σε ενέργειες που, στην παρούσα χρονική συγκυρία, μπορούν να ανατρέψουν, και ανατρέπουν, το σχέδιο του υπουργού Οικονομικών να εισπράξει το νέο τέλος ακίνητης περιουσίας μέσω των μηνιαίων λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Ας υποθέσουμε όμως ότι ήταν να περάσει μια τέτοια νομοθετική πρόταση από το Κοινοβούλιο. Πώς και σε ποια νομική βάση θα μπορούσε ένα συνδικάτο να εμποδίσει την εφαρμογή ενός νόμου που έχει θεσπιστεί; Η νομική απάντηση είναι ασφαλώς ότι πρέπει να εφαρμόζεται ο νόμος και, έπειτα, οι διαφωνούντες, εφόσον το επιθυμούν, να ακολουθούν τη (χρονοβόρα, υποθέτω) μέθοδο της ex post facto προσφυγής στη δικαιοσύνη.
Η πρωτοβουλία του προέδρου της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ δεν αφορούσε συνδικαλιστικά θέματα, αλλά στόχευε να βελτιώσει την προσωπική του εικόνα, καθώς και την εικόνα του συνδικάτου του στα μάτια του κόσμου, παρεμποδίζοντας την εφαρμογή ενός νόμου ο οποίος, αναμφίβολα, είναι αντιδημοτικός (και αντιλαϊκός;) και προχειροφτιαγμένος. Τούτο όμως, όπως είπα, δεν αποτελεί ενέργεια προσανατολισμένη στους εργαζομένους, αλλά απλή επίδειξη πολιτικής δύναμης, η οποία, κατά τη γνώμη μου, αντιβαίνει τόσο στις αρχές του συνδικαλιστικού δικαίου όσο και στις αρχές της ευνομούμενης δημοκρατίας, έστω και αν, σε ένα πρώτο επίπεδο, ικανοποιεί όλους όσοι διαφωνούν με τον προτεινόμενο νόμο.
Το θέμα των οκνηρών ή διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων θα πρέπει επίσης να εξεταστεί από κοινού με το θέμα των οργανισμών και των ιδρυμάτων που χρήζουν σοβαρής αναδιοργάνωσης. Από ό,τι φαίνεται, μάλιστα, υπάρχουν πολλοί σε αυτή την κατηγορία, αν και δεν είναι σαφές τι ποσοστό του συνολικού εργατικού δυναμικού αντιπροσωπεύουν. Διότι, και αυτοί, μπορούν να παρεμποδίσουν τη νομοθετική διαδικασία, να ανατρέψουν την πολιτική μιας κυβέρνησης, να επιβραδύνουν τις ξένες επενδύσεις (σε μια περίοδο που μας είναι απολύτως αναγκαίες), και, φυσικά, διογκώνουν παράλληλα τις δημόσιες δαπάνες. Ωστόσο, οι υπάρχοντες νόμοι που εμποδίζουν την καταχρηστική άσκηση των εξουσιών αυτού του είδους σπανίως χρησιμοποιούνται, κυρίως λόγω του πολιτικού κόστους που θα συνεπαγόταν η εφαρμογή τους για το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, Έτσι, το τελικό θύμα αυτού του πολιτικού στρατηγήματος είναι ο απλός πολίτης, ενώ κάθε προσπάθεια ελέγχου, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, ανάλογων συνδικαλιστικών συμπεριφορών είναι απλώς αδύνατη όταν πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους των οποίων η μονιμότητα τυγχάνει ενός απαρχαιωμένου βαθμού συνταγματικής προστασίας.
Επ’ αυτού του ζητήματος υπάρχουν σήμερα ενδείξεις ότι έχει αρχίσει να διαμορφώνεται μια κάποια συναίνεση υπέρ της εισαγωγής μιας σταδιακής αλλαγής. Πάντως, η φαινομενική αδυναμία «τιθάσευσης» των οικονομικών εφοριών της χώρας αποτελεί σαφώς παράδειγμα μιας ένωσης εργαζομένων ή κάποιων μεμονωμένων κρατικών λειτουργών που κρατούν την κυβέρνηση σε κατάσταση ομηρίας ακριβώς τη στιγμή που οι υπηρεσίες των εφοριακών υπαλλήλων είναι ζωτικής σημασίας για την «απένταρη» οικονομία μας.
Τέλος, μία ακόμη πηγή κατάχρησης, και δη οικονομικής διαφθοράς, αποτελούν οι διαρκώς πολυπληθέστεροι «προμηθευτές υπηρεσιών και αγαθών» προς την κυβέρνηση, ή άλλων ειδών μεσάζοντες, οι οποίοι ξαφρίζουν κρατικά χρήματα μέσα από «προμήθειες» που σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις είναι παράνομες, και σε αντάλλαγμα «διευκολύνουν» την υλοποίηση ενός καθήκοντος το οποίο το κράτος, μια ΜΚΟ, ή άλλος φορέας πρέπει ούτως ή άλλως να εκτελεί εγκαίρως και ως μέρος των υποχρεώσεών του.
Το χρήμα που απορρέει από αυτές τις δραστηριότητες δικαίως αποκαλείται «μαύρο χρήμα», μια και είναι «αθέατο» τόσο για τις φορολογικές όσο και για τις νομικές υπηρεσίες, αυξάνοντας, παράλληλα, και τις δαπάνες για την υλοποίηση οποιουδήποτε καθήκοντος ή έργου. Αυτές οι υπηρεσίες διαμεσολάβησης ή δωροδοκίας εντοπίζονται –στην Ελλάδα και σε ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής– στα προγράμματα αγοράς εξοπλισμών, αλλά και στις κατά καιρούς προσπάθειες ξένων επενδυτών να ξεκινήσουν μια επιχείρηση στην Ελλάδα. Παρασιτικές, δαπανηρές και παράνομες, όλες αυτές οι δραστηριότητες θα μπορούσαν ίσως να δικαιολογηθούν από τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη μακρά περίοδο της τουρκοκρατίας: είναι όμως εντελώς ασυμβίβαστες με την εύρυθμη λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους. Ο έλεγχος ή η ρύθμιση αυτών των δραστηριοτήτων, ή μάλλον η πλήρης εξάλειψή τους από την καθημερινή ζωή της Ελλάδας, θα τύγχανε της επιδοκιμασίας όλων των πολιτών που πλήττονται σήμερα από την ύπαρξή τους. Είναι όμως τόσο βαθιά ριζωμένες αυτές οι δραστηριότητες στο πελατειακό σύστημα του ελληνικού πολιτικού κόσμου, ώστε η πλήρης εξάλειψή τους θα χρειαζόταν πολύ χρόνο για να γίνει πραγματικότητα.
Η δύσκολη αποστολή της εξάλειψης ή του έλεγχου αυτών των δραστηριοτήτων θα ήταν ενδεχομένως εφικτή μόνο μέσα από ένα είδος ειρηνικής επανάστασης ή μια (αποκρουστική) κίνηση που μπορεί να εκδηλωθεί έπειτα από μια μείζονα κοινωνική κατάρρευση.
Δεδομένου ότι με απωθούν οι βίαιες και έκνομες επαναστάσεις, έδωσα έμφαση στη λέξη «ειρηνική». Εξίσου σημαντικές όμως είναι και οι άλλες δυο λέξεις που τόνισα, «ένα είδος», μια και δεν πιστεύω ότι μια απλή μεταφορά εξουσίας από το ένα κόμμα στο άλλο, ή ακόμη, αν όχι και κυρίως, η απλή μετατόπιση προς την άκρα αριστερά –εξέλιξη η οποία, θεωρώ, δεν θα έφερνε λύσεις, αλλά θα πυροδοτούσε μία ακόμη εμφύλια σύγκρουση– θα αρκούσε για να επιφέρει τις επιθυμητές αλλαγές. Καθώς δεν μπορώ να προβλέψω τη μορφή που θα μπορούσε να πάρει αυτή η επανάσταση στις νοοτροπίες των πολιτών, χρησιμοποιώ την αόριστη και άχρωμη φράση «ένα είδος». Αυτό, πάντως, που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι ο τρόπος που η κυβέρνηση επέλεξε να επιφέρει κάποιες γενικές αλλαγές, τις οποίες και η ίδια ισχυρίζεται ότι επιθυμεί, έχει αποτύχει σε οικτρό βαθμό.
Πιστεύω λοιπόν ότι η απλή μεταφορά εξουσίας από το ένα κόμμα στο άλλο, αν δεν προηγηθεί μια εκτεταμένη αναδιάρθρωση στο εσωτερικό των κομμάτων, δεν μπορεί και δεν πρόκειται να οδηγήσει στην απαραίτητη αλλαγή νοοτροπίας. Η ελάχιστη αναγκαία συνθήκη προκειμένου να ξεκινήσει η εφαρμογή ενός τέτοιου, ευρύτατου μετασχηματισμού θα ήταν να «συνταξιοδοτήσουν» τα μεγάλα κόμματα όλους τους «εξαντλημένους», «αποτυχημένους», «τελειωμένους» και μικροπολιτικά σκεπτόμενους επιτηδείους του χθες, οι οποίοι εξακολουθούν να αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπροσώπων τους στη Βουλή. Πίσω από αυτή την κίνηση βρίσκεται η ελπίδα ότι η πολιτική απομάκρυνση αυτών των ανθρώπων θα μπορούσε να αποδυναμώσει τουλάχιστον το κυρίαρχο πνεύμα μικροπολιτικής που καθορίζει τη διαμόρφωση της οικονομικής, εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής μας. Και πάλι, όμως, ενώ πρόκειται για κίνηση την οποία επιθυμεί όλος ο λαός, διερωτώμαι σοβαρά πόσοι από τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων θα κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση. Αν όμως δεν κινηθούν, η μόνη ρεαλιστική ελπίδα που μας απομένει είναι να φροντίσουν οι ψηφοφόροι ώστε ΚΑΝΕΝΑ από τα «ματαιόδοξα λείψανα» του «αμαρτωλού» παρελθόντος να μην παρίσταται στην επόμενη Βουλή. Διότι, για να το θέσω και αλλιώς, το σημαντικό ποσοστό του εκλογικού σώματος που απεχθάνεται σφόδρα τους επαγγελματίες πολιτικούς πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να επιτύχει τον στόχο του ρίχνοντας απλώς λευκή ή άκυρη ψήφο. Όσοι πιστεύουμε ότι πρέπει να πραγματωθεί αυτή η ελάχιστη αλλαγή, αν μη τι άλλο ως εναρκτήριο λάκτισμα της ευρύτερης πολιτικής κάθαρσης, πρέπει να φροντίσουμε ώστε όλοι οι ψηφοφόροι να λάβουν και να εμπεδώσουν το συγκεκριμένο μήνυμα.
2. Η ανάγκη για ένα ριζικά νέο ξεκίνημα
Εκ των ανωτέρω έπεται ότι αυτό που έχει ανάγκη η χώρα μας είναι μια βαθιά αλλαγή και ένα ριζικά νέο ξεκίνημα. Με άλλα λόγια, πρέπει να εμπεδώσουμε αυτή την ανάγκη και να αρχίσουμε σταδιακά να υλοποιούμε όχι απλώς μιαν αλλαγή φρουράς αλλά μιαν αλλαγή πολιτικών απόψεων και νοοτροπιών. Γεγονός είναι ότι την ίδια ιδέα προέβαλλε επανειλημμένως και η σημερινή, καταρρέουσα κυβέρνηση, Το πρόβλημα όμως είναι ότι, στην πράξη, δεν κατάφερε ή δεν θέλησε να την υλοποιήσει, για όλους τους λόγους που προανέφερα. Και για να το πω χωρίς περιστροφές: πολλά μέλη της ουδέποτε πίστεψαν στην ανάγκη αλλαγής.
Χρειαζόμαστε κατεπειγόντως:
πολιτικές στοχευμένες στην ανάπτυξη∙
πολιτικές που θα ενισχύσουν την παρουσία της Ελλάδας στο εξωτερικό και θα διαφυλάξουν τα σύνορά της∙
πολιτικές που θα προστατεύσουν το σύστημα της αγοράς αλλά θα βεβαιωθούν επίσης ότι το συγκεκριμένο σύστημα θα έχει πλέον και ανθρώπινο πρόσωπο, κάτι το οποίο, για μένα, σημαίνει μεταξύ άλλων ότι πρέπει να αποφευχθούν πάση θυσία οι τεράστιες διαφορές πλούτου∙
πολιτικές που θα τιμωρούν άμεσα και αποτελεσματικά όσους παρανομούν, είτε αυτοί είναι πολιτικοί είτε δημόσιοι υπάλληλοι∙ πολιτικές που δεν θα κατοχυρώνουν τη μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων που καταλαμβάνουν άχρηστες θέσεις ή δεν παράγουν κανένα έργο∙
πολιτικές που θα τιμωρούν παραδειγματικά τα μέλη του ιατρικού κλάδου που τον έχουν βυθίσει στην ανυποληψία, με τα «φακελάκια» και κάθε άλλη παρόμοια πρακτική∙
πολιτικές, τέλος, που θα απλοποιήσουν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για να επιτρέψουν στους πολίτες να εργαστούν από κοινού με την κυβέρνηση και τους επιχειρηματίες, ώστε να διαμορφώσουν ένα περιβάλλον οικονομικής σταθερότητας, στο οποίο δεν θα παρακαλούνται, αλλά θα θέλουν, να κάνουν επενδύσεις.
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται σαν ευσεβείς πόθοι, και μπορεί όντως να είναι, αν εξακολουθήσουμε προσκολλημένοι στους πολιτικούς που ήταν υπεύθυνοι για τις σημαντικότερες αποφάσεις στους τομείς της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής της τελευταίας περίπου δεκαετίας. Ακόμη όμως και αν εμφανιζόταν ως διά μαγείας μια νέα ομάδα χαρισματικών ατόμων –και σημειώνω ότι στην προηγούμενη συνέντευξή μου στο Αντίβαρο πρότεινα τουλάχιστον μία τέτοια, πιθανή πηγή–, ο κατάλογος των επιθυμητών στόχων μου δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί αν πρώτα δεν γίνονταν τρία ακόμη πράγματα.
3. Η ανάγκη για ορθολογικό οικονομικό σχεδιασμό
Λεφτά δεν υπάρχουν – και θα σπανίζουν ακόμη περισσότερο στα χρόνια που έρχονται. Πρέπει λοιπόν να συγκροτηθεί μια ολιγομελής επιτροπή ειδημόνων από διάφορους κλάδους, οι οποίοι θα μας συμβουλεύουν ως προς το ποιοι τομείς της ελληνικής οικονομίας πρέπει να αναζωογονηθούν και να αναπτυχθούν, σε συνδυασμό, ίσως, κατά πρώτο και κύριο λόγο, με τις περιοχές που χρήζουν άμεσης οικονομικής ή πολιτικής βοήθειας.
Ο τουρισμός και η ναυτιλία αποτελούν προφανή παραδείγματα. Δεδομένου μάλιστα ότι τάσσομαι υπέρ μιας κυβέρνησης με λίγα υπουργεία, θα πρότεινα καθένα από αυτά τα πεδία δραστηριότητας να τεθεί υπό τον έλεγχο ενός «πλήρους απασχολήσεως» Αναπληρωτή Υπουργού, ο οποίος δεν θα ήταν μόνιμο μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά θα παρευρισκόταν στις συναντήσεις του κάθε φορά που θα έρχονταν προς συζήτηση θέματα που αφορούν το υπουργείο του.
Ένα άλλος τομέας στον οποίο πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας είναι η έρευνα και η ανάπτυξη στο πεδίο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ένας ακόμη τομέας είναι η συστηματική προστασία και ανάπτυξη των υποθαλάσσιων φυσικών πόρων (η οποία προϋποθέτει την παράλληλη ανάπτυξη μιας νέας εξωτερικής πολιτικής και ενός νέου αμυντικού δόγματος).
Ένας τρίτος τομέας που χρήζει επείγουσας προσοχής είναι η διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής η οποία, όχι μόνο θα διατηρήσει υπό τον έλεγχό της τον (ανεξερεύνητο) ελληνικό ορυκτό πλούτο, αλλά θα εγκαινιάσει πάραυτα προγράμματα έρευνας και εκμετάλλευσής του. Η εν λόγω πολιτική θα έπρεπε να αναπτυχθεί σε συνεργασία με το Υπουργείο Περιβάλλοντος, με σκοπό τη διαμόρφωση, όχι μιας λαϊκιστικής προσέγγισης του θέματος της περιβαλλοντικής προστασίας, αλλά μιας προσέγγισης που θα έδινε την απαραίτητη προσοχή στις οικολογικές ανησυχίες, αλλά συγχρόνως δεν θα υπονόμευε την ταχεία λήψη αποφάσεων για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Το τονίζω αυτό, όχι μόνον επειδή εναρμονίζεται πλήρως με τα προηγούμενα σχόλιά μου, αλλά και επειδή πρόκειται για έναν τομέα οικονομικής ανάπτυξης ο οποίος θα μπορούσε εύκολα να προσελκύσει το ουσιαστικό ενδιαφέρον ξένων επενδυτών.
Όλα τα ανωτέρω θα πρέπει, ασφαλώς, να συνδυαστούν με ένα μελετημένο –και όχι βεβιασμένο, παρά το βάθος της οικονομικής κρίσης– πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο θα έπρεπε να ανατεθεί σε διεθνώς αξιοσέβαστες τράπεζες τουλάχιστον δύο διαφορετικών χωρών –για να αποφευχθεί η υπέρμετρη συσσώρευση δύναμης στα χέρια μίας τράπεζας ή μίας συγκεκριμένης χώρας– οι οποίες ακολούθως θα προέβαιναν στις ιδιωτικοποιήσεις σε ενδεδειγμένες χρονικές στιγμές, κατά τις οποίες οι συνθήκες της οικονομίας και των χρηματιστηρίων θα μας επέτρεπαν να μη βγάλουμε στο σφυρί σημαντικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία.
Εξυπακούεται ότι, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, θα έπρεπε να αποφύγουμε πάση θυσία γνωστούς κερδοσκόπους –όσο εντυπωσιακή και αν θα ήταν η αύρα γύρω από το όνομά τους–, όταν ξέρουμε ότι, ιστορικά, έχουν υιοθετήσει απόψεις εχθρικές προς τα ελληνικά συμφέροντα και, επιπλέον, έχουν πλουτίσει αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια! Ακόμη μία φορά, δεν χρειάζεται να αναφέρω συγκεκριμένα ονόματα. Δεν θα διστάσω όμως να δηλώσω τη βαθιά καχυποψία μου για όλους αυτούς τους τυχοδιώκτες, στους οποίους, προσωπικά, ποτέ δεν θα επέτρεπα να έλθουν σαν τα κοράκια και να κατασπαράξουν τη σάρκα της χώρας μου.
4. Η ανάγκη να βρούμε νέους φίλους που θα στηρίξουν μια νέα εξωτερική πολιτική, καθώς και νέες πηγές οικονομικής βοήθειας
Προσπερνώ το θέμα της επικεφαλίδας, μια και η συνηγορία μου υπέρ μιας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που θα αναζητούσε νέους φίλους –χωρίς να εγκαταλείψουμε τους παλιούς φίλους μας, εφόσον ανταποδίδουν τη φιλία με πράξεις και όχι με κενά λόγια– είναι ήδη γνωστή και παρουσιάζεται λεπτομερώς στο βιβλίο μου Μια Νέα Εξωτερική Πολιτική για την Ελλάδα. Γνωστή όμως είναι και η εναντίωση ορισμένων κύκλων στην προτεινόμενη αλλαγή, εναντίωση που ορμάται από ειλικρινείς πεποιθήσεις, μακρόχρονες συνήθειες αλλά και προσωπικά συμφέροντα. Όποια και αν είναι η αιτία, όμως, η εποχή μας απαιτεί να ξεπεράσουμε κάθε αμφιβολία. Επιπλέον, το επιχείρημα ότι οι ελπίδες που εναποθέτουμε σε νέες φιλίες αποτελούν «όνειρα θερινής νυκτός» πρέπει να απορριφθεί διαρρήδην για τον απλούστατο λόγο ότι ουδέποτε μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει αναζητήσει την –οικονομική ή στρατιωτική– βοήθεια νέων φίλων.
Έτσι, ένα κρίσιμο πρώτο καθήκον του Υπουργείου Εξωτερικών δεν θα έπρεπε να είναι απλώς η διαβεβαίωση των Αμερικανών για την ισχύ των ελληνοαμερικανικών δεσμών, αλλά και η αποκατάσταση των ψυχρών σχέσεών μας με τη Γερμανία και τη Ρωσία, ασχέτως αν αυτό δεν θα το ενέκριναν οι Αμερικανοί – ή οι εγχώριοι υποστηρικτές τους. Πράγματι, προσωπικά, ποσώς δεν με ενδιαφέρει αν κάποιοι θα συκοφαντήσουν την επιμονή μου στην οικοδόμηση μιας στενής σχέσης με τον κύριο Πούτιν, πολλώ δε μάλλον αν η σχέση αυτή συνέβαλε στην προστασία της εθνικής ακεραιότητας της χώρας μας.
Το γεγονός ότι βρισκόμαστε σήμερα στο χείλος της εθνικής και οικονομικής καταστροφής σημαίνει ότι οι ιδέες μου –αργά η γρήγορα– ΠΡΕΠΕΙ να δοκιμαστούν, έστω και αν, επί του παρόντος, προκαλούν τόσο μεγάλο φόβο στους αρτηριοσκληρωτικούς συντηρητικούς και τους ισχυρογνώμονες παρατηρητές. Για να επιτύχει, όμως, αυτή η κίνηση δεν αρκεί να υιοθετηθούν απλώς αυτές οι ιδέες∙ πρέπει επίσης να εφαρμοστούν από ανθρώπους που πιστεύουν σε αυτές, και όχι από καιροσκόπους που μπορεί απλώς να τις «αρπάξουν», επειδή οι ίδιοι είναι ανίκανοι να επινοήσουν δικές τους ιδέες, και έπειτα θα τις εγκαταλείψουν επειδή θα τα έχουν κάνει θάλασσα!
Οι διπλωματικές μετατοπίσεις και οι νέες συμμαχίες που παρατηρούνται σήμερα ολόγυρά μας αποδεικνύουν ότι, σε γενικές γραμμές, τις ιδέες και τις πολιτικές που περιγράφω τις υιοθετούν όλο και περισσότερες χώρες –μεγάλες, μεσαίες ή μικρές–, για τον λόγο, ενδεχομένως, ότι αυτή η πολυδιάστατη πολιτική τούς αποφέρει απτά οφέλη. Φαίνεται, λοιπόν, πως ασυντόνιστοι με τις τρέχουσες εξελίξεις είναι οι επικριτές μου (και όχι εγώ), οι οποίοι παραμένουν θιασώτες μιας ανούσιας προσκόλλησης στον κόσμο του χθες. Και είναι χαρακτηριστικό, επιπλέον, ότι, ενώ οι περισσότεροι αυτοί επιφανειακοί παρατηρητές αγαλλιάζουν με την «Αραβική Άνοιξη», προσωπικά βλέπω σε αυτήν τις απαρχές μιας νέας εποχής απληστίας και αβεβαιότητας.
5. Η ανάγκη να διαμορφώσουμε ένα νέο είδος κοινωνικής συναίνεσης
Η επιζήτηση κομματικής συναίνεσης πρωταγωνιστεί στους τίτλους των ελληνικών εφημερίδων εδώ και τουλάχιστον τρία ή τέσσερα χρόνια. Χωρίς κανένα αποτέλεσμα, όμως. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό: ο λόγος συνδέεται με το γεγονός ότι οι σχολιαστές και οι πολιτικοί μας στοχεύουν στην κομματική συναίνεση, και όχι στην κοινωνική συναίνεση. Ας δούμε πιο αναλυτικά αυτόν τον ανορθόδοξο επαναπροσδιορισμό του στόχου που πρέπει να επιδιώξουμε.
Καταρχάς, οι Έλληνες πολιτικοί έχουν αποτύχει επειδή ακριβώς δεν διαθέτουν την ωριμότητα για να κάνουν τους πολιτικούς εκείνους συμβιβασμούς που είναι απαραίτητοι για τη στήριξη μιας κυβέρνησης ή για τη συμβίωση και τη συνεργασία πολλών κομμάτων στο πλαίσιο ενός (κατά το μάλλον ή ήττον στενού) συνασπισμού. Αν σκεφτούμε απλώς ποιοι προκρίνουν συνήθως την κομματική συναίνεση, θα αντιληφθούμε εύκολα ότι τα κίνητρά τους είναι απολύτως ύποπτα και, άρα, καταδικάζουν τη συγκεκριμένη πρακτική σε πλήρη αποτυχία.
Ας σκεφτούμε πράγματι: ποιοι έχουν προκρίνει αυτές τις ιδέες στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια;
Κατά πρώτο λόγο: αποτυχημένοι πολιτικοί οι οποίοι βλέπουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να επανέλθουν στη Βουλή αν γίνουν νέες εκλογές και, έτσι, είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα, οσοδήποτε ταπεινωτικά και είναι αυτά, προκειμένου να βγουν ξανά στο φως της δημοσιότητας.
Κατά δεύτερο λόγο: μικρά κόμματα τα οποία δεν έχουν καταφέρει να σημειώσουν το παραμικρό βήμα προόδου κατά τη διάρκεια της ύπαρξής τους και να αποκτήσουν σημαντική παρουσία στον πολιτικό στίβο.
Τέλος: ορισμένα ΜΜΕ τα οποία επιθυμούν να τοποθετήσουν σε αυτές τις κυβερνήσεις ικανά (ή λιγότερο ικανά) «φιλαράκια» τους, με σκοπό να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Πολύ θα ήθελα, αλλά το θεωρώ δεοντολογικά ανεπίτρεπτο, να τεκμηριώσω αυτές τις ιδέες δίνοντας ως παραδείγματα συγκεκριμένα ονόματα, μια και, τότε, η θεωρία μου θα γινόταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα (ή και αδιαμφισβήτητη). Με αυτόν τον τρόπο, αμέσως θα καταλάβαινε ο αναγνώστης πόσο καταδικασμένες θα ήταν αυτές οι προσπάθειες, εάν –τυχαία ή λόγω απόγνωσης– εφαρμόζονταν ποτέ. Διότι, όπως είπα, πρόκειται κατά κανόνα για προσπάθειες ιδιοτελείς, και όχι για προσπάθειες ορθολογικές, αλτρουιστικές ή προορισμένες να εξυπηρετήσουν το κοινό καλό.
Επιπλέον, το είδος των κυβερνητικών συνασπισμών που έχουμε δει στη Γερμανία, ή που βλέπουμε σήμερα στη Μεγάλη Βρετανία, μπορεί να λειτουργήσει –επί ένα διάστημα– μόνο σε χώρες του Βορρά, όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία, όπου ο συμβιβασμός και η κοινή συναίνεση είναι, ή έχουν γίνει, φιλοσοφικά αξιώματα αυτής καθ’ εαυτήν της κοινωνίας, και όχι απλώς της πολιτικής. Το τονίζω αυτό με έμφαση διότι έχω εργαστεί στην Ολλανδία επί είκοσι χρόνια και έχω δει να εφαρμόζονται στην πράξη τα όσα αναφέρω εν προκειμένω. Υπάρχει άραγε αυτό το πνεύμα στο DNA των Ελλήνων;
Το ότι δεν υπάρχει μπορούμε εύκολα να το διαπιστώσουμε από το γεγονός ότι ο κ. Παπανδρέου αρνήθηκε κατ’ επανάληψη να στηρίξει τον κ. Καραμανλή, όταν αυτός ζήτησε ρητώς τη στήριξή του το 2009. Αν κάποιοι απαντούσαν ότι και η Νέα Δημοκρατία ανταποκρίθηκε με ανάλογο τρόπο πολύ πρόσφατα, θα ανταπαντούσα ότι ο παραλληλισμός ευσταθεί μόνον εν μέρει. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, (α) δεν πρέπει κανείς να παραβλέπει ότι αρκετά –αν όχι πολλά– μέτρα και νομοθετήματα που πρότεινε η σημερινή κυβέρνηση έχουν τύχει της στήριξης της αξιωματικής αντιπολίτευσης και (β) δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί το δικαίωμα (και τη σύνεση της απόφασης) του κυρίου Σαμαρά να μη στηρίξει μέτρα τα οποία έχουν πλέον αποδειχθεί αναποτελεσματικά (όπως ο ίδιος προέβλεπε πριν από δύο χρόνια, εν μέσω βροχής επικρίσεων), ή στη διαμόρφωση των οποίων δεν του ζητήθηκε καν να συμμετάσχει, ενώ του ζητήθηκε να τα εγκρίνει. Το τελευταίο αυτό παράδειγμα δείχνει τη βαθιά παρανόηση που υπάρχει στη βάση της ελληνικής αντίληψης περί συγκατάθεσης και συναίνεσης!
Ως εκ τούτου, δεν βλέπω καμία προοπτική σε αυτές τις επιδιώξεις, και ούτε ασφαλώς θα τις επιθυμούσα. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο ο τίτλος αυτής της ενότητας μιλά για ένα διαφορετικό είδος συναίνεσης: την κοινωνική συναίνεση.
Ο στόχος αυτός ΔΕΝ θα είναι εύκολο να επιτευχθεί, αλλά θα αποτελέσει μια εντελώς νέα πραγματικότητα, και εγώ, τουλάχιστον, πιστεύω ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε αυτήν τη νέα πραγματικότητα, διότι, αν επιτύχει, θα ήταν ωφέλιμη για όλα τα κόμματα αλλά και, κυρίως, για τους πολίτες.
Για διάφορους λόγους –πολιτικούς, γεωγραφικούς, φιλοσοφικούς, οικονομικούς– η Ελλάδα είναι μια χώρα βαθιά διχασμένη ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Το χάσμα αυτό δεν οφείλεται μόνο στα διαφορετικά προσόντα, φορολογικά καθεστώτα, νομικά καθεστώτα (λ.χ. τα γνωστά «παραθυράκια» του νόμου) σαν αυτά που παρατηρούμε στην Αμερική και τα οποία, ομοίως, προκαλούν τεράστια οικονομικά και κοινωνικά χάσματα. Παράλληλα, η όλη κατάσταση έχει επιδεινωθεί λόγω των πολιτικών διενέξεων, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, έχουν επιταθεί κατά τρόπο παράλογα διχαστικό. Έτσι, όποιος δεν είναι δεξιός είναι κομουνιστής ή αναρχικός, και όποιος δεν είναι αναρχικός ή κομουνιστής είναι φασίστας.
Στην παρούσα κατάσταση, ακόμη χειρότερο είναι το ανεδαφικό στερεότυπο ότι οποιοσδήποτε είναι δεξιός είναι πλούσιος, και αν είναι πλούσιος τότε πρέπει να είναι και απατεώνας. Αντιστρόφως, οποιοσδήποτε είναι αριστερός είναι καλός και, επίσης, είναι φτωχός αποκλειστικά και μόνον επειδή έχει πέσει θύμα εκμετάλλευσης.
Οι γενικεύσεις αυτές δεν είναι απλώς ανακριβείς∙ είναι τόσο ισοπεδωτικές ώστε το μόνο που καταφέρνουν είναι να ενθαρρύνουν τον πολλαπλασιασμό των διχασμών. Το ελληνικό κράτος πρέπει να εγκαταλείψει όλες αυτές τις διχαστικές ταμπέλες, και, αντιθέτως, να μάθει να «αγαπά» όλους τους Έλληνες, να τους αξιοποιεί όλους, να τους υπηρετεί όλους και να φροντίζει ώστε κάθε ομάδα να έχει δίκαιη και λογική αντιμετώπιση, και όχι το είδος της προνομιακής μεταχείρισης που δεν συμβάλλει καθόλου στο κοινό καλό.
Αυτός που θα πείσει τους Έλληνες ότι πρέπει να διαλυθεί άπαξ διά παντός το κομματικό σύστημα των πελατειακών σχέσεων, της ευνοιοκρατίας, της κακομεταχείρισης των αντιπάλων, του κομματικού φανατισμού και του βαθιά ριζωμένου φθόνου που βασίζεται στις οικονομικές διαφορές, θα προσφέρει μέγιστη ευεργεσία στην πατρίδα.
Με άλλα λόγια, οφείλουμε πάντα να εξαίρουμε και να ενθαρρύνουμε την ισότητα ευκαιριών, αλλά και να παραδεχόμαστε ότι η ισότητα αποτελεσμάτων είναι contra naturam. Μια τέτοια προσπάθεια από την πλευρά ενός υποθετικού ηγέτη θα προκαλούσε, φυσικά, έντονες αντιδράσεις, δυσπιστία προς το πρόσωπό του ή ακόμη και τη συκοφάντησή του. Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθεια αυτή πρέπει να γίνει, διότι ο στόχος της είναι ιερός και τα αποτελέσματά του, αν επιτευχθούν, θα ωφελήσουν το κράτος στο σύνολό του.
Οι Έλληνες πλούσιοι πρέπει να πειστούν ότι οι φτωχοί –και ειδικά, οι σημερινοί νεόπτωχοι– δεν μπορούν να εγκαταλειφθούν σε κατάσταση εξαθλίωσης. Έχω συναντήσει και έχω συζητήσει με πολλούς οικονομικά εύρωστους ανθρώπους, και πιστεύω ειλικρινά (αλλά όχι αφελώς) ότι θα μπορούσαν και θα ήθελαν να βοηθήσουν την πατρίδα τους στη δύσκολη στιγμή. Διότι και αυτοί καταλαβαίνουν –όταν τους εκθέσει κανείς με ηρεμία τα στοιχεία και τα επιχειρήματά του– ότι οι μεγάλες οικονομικές διαφορές οδηγούν αναπόφευκτα στην κοινωνική αναταραχή. Ακόμη και όσοι δεν το πιστεύουν αυτό από φιλοσοφική άποψη, είμαι βέβαιος ότι θα το πίστευαν για λόγους συμφέροντος. Δεν με ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο θα τους πείσουμε. Πρέπει, εντούτοις, να τους κάνουμε να δείξουν ξανά ενδιαφέρον για τη χώρα τους και να τη βοηθήσουν.
Και αυτοί όμως οι εύποροι πολίτες, των οποίων ζητάμε τη βοήθεια, πρέπει ομοίως να δουν να καλύπτονται και δικές τους ανάγκες. Έτσι, η πληθυσμιακή ομάδα που είναι σε θέση να βοηθήσει τη χώρα οικονομικά χρειάζεται, πολύ δικαιολογημένα:
(α) ένα λογικό φορολογικό καθεστώς∙
(β) ένα σταθερό φορολογικό καθεστώς (και όχι την πρακτική των αλλεπάλληλων αλλαγών που εφαρμόζει η σημερινή κυβέρνηση επί όσο διάστημα βρίσκεται στην εξουσία)∙
(γ) μια περισσότερο πρόθυμη γραφειοκρατία, η οποία θα διευκολύνει, και δεν θα εμποδίζει, τις επενδυτικές πρωτοβουλίες∙ και
(δ) τον καθορισμό ενός συγκεκριμένου σημείου της πόλης, αφιερωμένου αποκλειστικά στη συνήθεια ή στο καθήκον της διαμαρτυρίας, κατά έναν τρόπο που δεν θα βλάπτει την καθημερινή διαβίωση και εργασία των άλλων πολιτών.
Το ηθικό δίδαγμα όλων αυτών είναι ότι, παράλληλα με την ικανοποίηση των επιτυχημένων πολιτών, πρέπει επίσης να τείνουμε (όπως και οι ίδιοι) χείρα βοηθείας στους λιγότερο τυχερούς, αλλά και, ασφαλώς, στους άπορους, τους ασθενείς, τους εγκαταλελειμμένους και ξεχασμένους πολίτες και να τους πείσουμε ότι θα τους δώσουμε τη φροντίδα μας και θα εργαστούμε σκληρά για να αποκαταστήσουμε την αξιοπρέπεια της ζωής τους, τη δυνατότητά τους να εργαστούν, να δημιουργήσουν και να αναγνωριστούν. Η τελευταία αυτή παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι πιστεύω ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η παραμέληση των συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων δεν έχει μόνον οικονομικές ρίζες.
Πρέπει, συνεπώς, να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στη γεφύρωση των κοινωνικών χασμάτων, όχι απλώς για να προλάβουμε τις κοινωνικές αναταραχές, αλλά, εξίσου, για να επιτύχουμε την κοινωνική συμφιλίωση μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Και αυτό δεν θα είναι εύκολο. Αποτελεί όμως καθήκον το οποίο δεν έχει επιχειρηθεί μέχρι σήμερα, καθήκον όμως που πρέπει να το εκπληρώσουμε γιατί όλοι έχουν να βγουν κερδισμένοι από αυτό. Αυτό που μας λείπει, κατά τη γνώμη μου, είναι η γνήσια πεποίθηση ότι, με λίγη τύχη και υπό την πίεση της επιδεινούμενης κατάστασης, μπορούμε να επιτύχουμε τον στόχο και να τον κάνουμε να λειτουργήσει. Αυτό τουλάχιστον πιστεύω εγώ. Και είναι σαφώς πιο εποικοδομητικό να έχει κανείς έναν στόχο και να πιστεύει σε αυτόν, παρά να κάθεται και να περιμένει καρτερικά την κατάρρευση. Με πιστεύει όμως κανείς; Με ακούει καν;
Εύκολα θα δυσπιστούσε κάποιος προς την έντονη επιθυμία μου να συμβάλω στην επίτευξη της κοινωνικής συναίνεσης αλλά και να πείσω εκείνους που θα είχαν να ωφεληθούν από μια τέτοια κίνηση ότι πρέπει και οι ίδιοι να εμπιστευθούν όσους θα επενδύσουν τα χρήματά τους –με σκοπό το κέρδος, ΦΥΣΙΚΑ– για να τους βοηθήσουν.
Είτε όμως γίνομαι πιστευτός είτε όχι, αδυνατώ και εγώ, με τη σειρά μου, να πιστέψω πώς ένα κόμμα σαν το ΠΑΣοΚ, στο οποίο ουδέποτε ανήκα, του οποίου τα λάθη πάντοτε δεχόμουν και συζητούσα, αλλά και του οποίου τους στόχους για διεύρυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης ανέκαθεν θαύμαζα και συμμεριζόμουν, κατάφερε, υπό την ηγεσία του σημερινού πρωθυπουργού, να απεμπολήσει τόσο βάναυσα τις πιο ιερές ιδέες του πατέρα και του παππού του και να σπρώξει τη χώρα τόσο χαμηλά.
Αυτό, θεωρώ, είναι το οικονομικοπολιτικό περιβάλλον που πρέπει να αναζωογονήσει η Ελλάδα, αλλά αυτό δεν θα γίνει μέχρις ότου εμφανιστεί ένας ηγέτης – όρος ο οποίος είναι πλέον άγνωστος στη χώρα μας, η οποία εξακολουθεί να δείχνει την προτίμησή της σε πολιτικάντηδες απογόνους περασμένων γενεών.
Για να το θέσω επιγραμματικά: Βοηθήστε τους άπορους, προσελκύστε τους εύπορους. Η Ελλάδα χρειάζεται αυτή την κοινωνική συναίνεση. Η Ελλάδα πρέπει να επιτύχει αυτήν τη συμβίωση και να μην επιδιώκει απλώς διακομματικούς συνασπισμούς και συνεργασίες αποκλειστικά και μόνο για να μοιράσει πόστα σε εξουσιομανείς πολιτικούς, οι οποίοι, συν τοις άλλοις, δεν είναι μόνο εγωιστές αλλά και ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ!
6. Η ανάγκη οικοδόμησης εμπιστοσύνης
Στην ιδέα αυτή πρέπει να αφιερωθεί περισσότερος χώρος και χρόνος. Διότι τα όσα είπα προηγουμένως συνδέονται με την ευρεία ενστάλαξη της πεποίθησης περί κοινωνικής συνοχής μέσω οικονομικής ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιπροσθέτως, όμως, και ειδικά μετά την ολέθρια πορεία της σημερινής κυβέρνησης, η εμπιστοσύνη προϋποθέτει σταράτες κουβέντες και δίκαιη μεταχείριση∙ τερματισμό της οριζόντιας επιβολής φόρων που αγγίζουν μεν και τους πλούσιους και τους φτωχούς, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο, ούτε και στον ίδιο βαθμό∙ άμεση αντιμετώπιση της εξαθλίωσης που βιώνουν σήμερα οι πιο ανίσχυροι πολίτες∙ και, όπως προείπα, ταυτόχρονη αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος, ώστε να γίνει η Ελλάδα ελκυστικός στόχος επενδύσεων.
Τα αναγκαία κεφάλαια μπορούν να βρεθούν όχι μόνον μέσω ενός ισότιμου (αλλά όχι «τιμωρητικού») συστήματος φορολόγησης, αλλά και μέσω της κατάργησης των πολυάριθμων προνομιών που απολαύουν τα κάθε λογής «golden boys» και «silver boys», της πρόσληψης φίλων και ευνοουμένων ως κυβερνητικών συμβούλων και της παραχώρησης δωρεάν αυτοκινήτων σε πολλούς από αυτούς∙ επίσης, μέσω του περιορισμού των δαπανηρών υπουργικών ταξιδιών στο εξωτερικό, μέσω της παύσης λειτουργίας διαφόρων άχρηστων ΜΚΟ, μέσω του δραστικού περιορισμού των «απόρρητων δαπανών», και, προπάντων, μέσω της εκ θεμελίων αναδιάρθρωσης, ή και της πλήρους αντικατάστασης, οικονομικών εφοριών που εφαρμόζουν ένα φοροεισπρακτικό σύστημα απελπιστικά αργό, αναποτελεσματικό, διεφθαρμένο αλλά και δομημένο στην ιδέα ότι η σχέση του με τον πολίτη στηρίζεται στην επιθυμία της αλληλοεξαπάτησης.
Αν η δημοσιοϋπαλληλική μονιμότητα παρεμποδίζει την απομάκρυνση διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών, ας τους φέρουμε αντιμέτωπους με τη δημόσια κατακραυγή και περιφρόνηση και, έτσι, ας τους οδηγήσουμε εκτός συστήματος. Το έχω πει και το ξαναλέω: το γιαούρτωμα είναι και αντιδημοκρατικό και ανάρμοστο για το πνεύμα και τον χαρακτήρα των Ελλήνων. Από την άλλη πλευρά, η δημόσια διαμαρτυρία δεν θα έπρεπε να έχει στόχο μόνο τους πολιτικούς, αλλά και υψηλά ιστάμενους δημοσίους υπαλλήλους, είτε του Υπουργείου Οικονομικών, είτε του Υπουργείου Εξωτερικών, είτε των οικονομικών εφοριών. Διότι κανείς από όλους αυτούς δεν πρέπει να παραμείνει με τη σημερινή ψευδαίσθηση ότι δεν μπορεί να τον/την αγγίξει ούτε ο νόμος ούτε ο λαός.
Όλα αυτά, φυσικά, απαιτούν πυγμή, φαντασία και πλήρη αδιαφορία για τον αυτοσκοπό της αέναης εκλογής και επανεκλογής! Πού θα βρεθούν όμως τέτοιοι πολιτικοί;
7. Η ανάγκη ανάκτησης της αυτοπεποίθησης του λαού
Η στοχοθεσία μου, για ορισμένους, μπορεί να παραμένει αυτό που απλώς δηλώνει η λέξη: τίποτε περισσότερο από μια σειρά στόχων∙ το εξωπραγματικό όνειρο ενός πανεπιστημιακού. Έχοντας όμως σκληραγωγηθεί σε διαφορετικά και, συχνά, ανοίκεια περιβάλλοντα του εξωτερικού, έχω αποκτήσει, στα εξήντα επτά μου χρόνια, τον ρεαλισμό και την πυγμή που φέρνουν την επιτυχία – στο εξωτερικό, αλλά όχι στην Ελλάδα. Όχι ως γιος του Σπύρου Μαρκεζίνη, αλλά ως Βασίλης Μαρκεζίνης.
Ό,τι κατάφερα το κατάφερα μόνος –τίποτε δεν μου χαρίστηκε, τίποτε δεν απέκτησα τυχαία– μέσα από τη σκληρή δουλειά και τη σταδιακή, οδυνηρή ενίοτε, ανάπτυξη της επιθυμίας να ρισκάρω και να προτείνω νέες ιδέες. Διότι οποιοσδήποτε δεν ρισκάρει συνειδητά να κάνει λάθος, ποτέ δεν πρόκειται να πει κάτι νέο και πρωτότυπο. Και αυτή ακριβώς η εμπειρία, τόσο σκληρά διαμορφωμένη, με πείθει ότι οι λύσεις που προτείνω είναι αναπόφευκτο να εφαρμοστούν μια μέρα στην Ελλάδα, μια και τα όσα μας περιμένουν ελάχιστοι συμπατριώτες μου μπορούν καν να τα διανοηθούν και να τα πιστέψουν. Οι ίδιες οι αντιξοότητες, όμως, με πρωτοφανείς πλέον διαστάσεις, θα τους αναγκάσουν σύντομα να προσαρμοστούν, είτε το θέλουν είτε όχι. Είναι όμως καλύτερο να προβλέπεις και να οδηγείς, παρά να τρέχεις πίσω από τις εξελίξεις.
Ασφαλώς, οι προτάσεις μου δεν θα αλλάξουν το υπάρχον σκηνικό εν μία νυκτί. Κι ωστόσο, εν μία νυκτί μπορεί κάλλιστα να επανέλθει η χαμένη αυτοπεποίθηση των Ελλήνων. Η Ελλάδα μπορεί να σωθεί αν πιστέψει και πάλι στον εαυτό της. Και αν αυτό συμβεί, ο έμφυτος ρομαντισμός των Ελλήνων –που ανέκαθεν τους έδινε τη δύναμη να τα βάζουν με προβλήματα που, φαινομενικά, τους ξεπερνούσαν– θα ξαναζωντανέψει. Διότι τα γονίδια δεν έχουν αλλάξει∙ και το παρελθόν μας –το οποίο κάποιοι ανθέλληνες, «trendy» πανεπιστημιακοί προσπαθούν ματαίως να μας κάνουν να ξεχάσουμε– είναι εκεί για να μας εμπνέει, και όχι για να το αρνούμαστε. Τόσο τα γονίδια όσο και η ιστορία μας ζουν μέσα μας∙ αδρανούν ίσως αυτήν τη στιγμή, αλλά περιμένουν να ξυπνήσουν και να θαυματουργήσουν ξανά.
Αντί επιλόγου
Φαντάζομαι ότι ελάχιστοι θα διαφωνήσουν με τον κατάλογο των αιτίων της ασθένειάς μας, αλλά δεν θα ισχύσει μάλλον το ίδιο για τις λύσεις που προτείνω ή για την αφοσίωσή μου στην ιδέα των χαρισμάτων που κάποτε κινούσαν τους Έλληνες.
Το γνωρίζω καλά αυτό, όπως γνωρίζω και ότι οι ιδέες μου δεν αποτελούν αμετάλλακτα αξιώματα: μπορούν σαφώς να μεταβληθούν ή και να αναπτυχθούν (από εμένα ή από άλλους). Χρησιμοποίησα όμως μερικά αντικειμενικά μου πλεονεκτήματα προκειμένου να διατυπώσω τις σκέψεις μου με τη μεγαλύτερη δυνατή ειλικρίνεια, έστω και αν οι σκέψεις μου θα επιδέχονταν ενδεχομένως βελτίωση έπειτα από μια προσεκτική συζήτηση. Τα πλεονεκτήματα αυτά είναι τέσσερα.
Πρώτον: ποτέ δεν συμμετείχα, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στα όσα έχουν συμβεί στην ελληνική πολιτική σκηνή, ούτε και ανήκα σε οποιοδήποτε ελληνικό κόμμα. Είτε λοιπόν τα λεγόμενά μου είναι σωστά είτε είναι λανθασμένα, μιλώ πάντα ως διανοούμενος πραγματικά ανεξάρτητος και απολύτως ανεπηρέαστος από τα διεφθαρμένα ελληνικά κατεστημένα.
Δεύτερον: μιλώ ως άνθρωπος που έχει γνωρίσει σε επαρκή βαθμό ξένες κουλτούρες και ξένες χώρες, γνώση την οποία –αν μου επιτρέπεται το σχόλιο– ελάχιστα μέλη των κυβερνητικών ελίτ της χώρας μας διαθέτουν. Το γεγονός ότι ανήκω σε δύο κουλτούρες, ότι έχω ζήσει και εργαστεί σε πολλά κράτη, ότι έχω εργαστεί με πολλές και διαφορετικές φυλές ανθρώπων, έχει συμβάλει στη διαμόρφωση μια ευρείας και βαθιάς θέασης των πραγμάτων, μιας θέασης που ποτέ δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε «εμάς» και τους «άλλους», μιας θέασης, άλλωστε, αμόλυντης από την επιρροή των εγχώριων προκαταλήψεων.
Τρίτον: λόγω της ελευθερίας που μου εξασφαλίζει η πολιτική μου ανεξαρτησία και το γεγονός ότι ουδέποτε επεδίωξα κάποιο δημόσιο αξίωμα, είμαι σε θέση να εκφράζω ανοικτά απόψεις οι οποίες μπορεί να ενοχλούν ορισμένους, να προβληματίζουν τους περισσότερους, αλλά, τουλάχιστον, απέχουν παρασάγγας από τις κοινοτοπίες που εκστομίζουν διάφοροι αναξιόπιστοι «σχολιαστές» – είτε αυτοί είναι πολιτικοί είτε δημοσιογράφοι.
Τέταρτον: με κίνδυνο να κατηγορηθώ για έλλειψη μετριοφροσύνης καλώ όσους έχουν διαβάσει τα πολυάριθμα κείμενά μου κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια έντονης εκδοτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, να αποδείξουν ότι, σε γενικές γραμμές, οι προβλέψεις μου έχουν αποδειχθεί λανθασμένες ή ότι οι λύσεις που προτείνω διακρίνονται από την παραμικρή ασυνέπεια.
Τονίζω με τη μέγιστη έμφαση όλα τα ανωτέρω διότι θέλω να επαναλάβω τον φόβο μου ότι η έλλειψη αξιοπιστίας της σημερινής κυβέρνησης σύντομα θα μεταλλαχθεί σε απογοήτευση, έπειτα σε απόγνωση και, τελικά, σε καταστροφική οργή, διότι οι άνθρωποι θα αρχίσουν να αντιδρούν ενστικτωδώς πλέον, και όχι με βάση τη λογική τους, η μέρα της αναπόφευκτης χρεοκοπίας μας πλησιάζει ταχύτατα και τα προβλήματά μας με την Τουρκία θα έχουν σύντομα μεγαλώσει τόσο πολύ ώστε δεν θα μπορούν να τα κρύβουν οι εφημερίδες μας.
Δεν με ενδιαφέρουν διόλου όσοι με επικρίνουν, με κατηγορούν, μου επιτίθενται ή με συκοφαντούν. Και δεν με ενδιαφέρουν γιατί έχω το θάρρος της γνώμης μου, είμαι πάντα ανοικτός στην κριτική αλλά αρνούμαι να δώσω σημασία σε φθονερούς τιμητές. Λέω αυτά που λέω διότι πιστεύω ειλικρινά στα όσα προβλέπω και προτείνω, και είμαι βέβαιος ότι θα γίνουν. Και αν πάρει χρόνο αυτή η διαδικασία, θα περιμένω.
Σε ένα περιβάλλον όπως το σημερινό, οφείλει κανείς να μιλά, και αν κάνει λάθος, θα είναι απλώς ανθρώπινο. Τα λάθη θα τα σκεπάσει η «σκόνη του χρόνου», όπως άλλωστε και αυτόν που τα έκανε. Από τη στιγμή όμως που οι προτεινόμενες ιδέες εισέλθουν στη δημόσια σφαίρα θα ήταν σφάλμα για τους συμπατριώτες μου να μην τους αφιερώσουν τη σκέψη τους δεχόμενοι την πνευματική πρόκληση∙ την πρόκληση για μια νέα αρχή∙ την πρόκληση να αφήσουμε πίσω μας ένα επονείδιστο παρελθόν, το οποίο όλοι θέλουμε, όσο πιο σύντομα γίνεται, να αντιμετωπίσουμε σαν κακό όνειρο που ήλθε και πέρασε.
Πριν από τρία χρόνια, ο Πρόεδρος Ομπάμα παρουσίασε ένα αλησμόνητο προεκλογικό σύνθημα: «Ναι, μπορούμε!». Θα προτείνω ένα σύνθημα που θεωρώ καταλληλότερο για την Ελλάδα του 2011:
«Ναι, μπορούμε να ονειρευτούμε!»
Και αν ονειρευτούμε, ας κάνουμε όνειρα μεγάλα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου