Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Χαμηλότεροι φόροι για περισσότερα έσοδα και ανάπτυξη

Του Γιαννη Παπαθανασιου*

Το σύνολο των εσόδων του Δημοσίου το τρίμηνο Ιανουαρίου - Μαρτίου του 2011 σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους διαμορφώθηκε σε 11,921 δισ. ευρώ. Κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2009 ήταν 12,413 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η κυβέρνηση, αφού αύξησε τον ΦΠΑ (δύο φορές), τους φόρους στα εισοδήματα, στην ακίνητη περιουσία, στα καύσιμα, στον καπνό, στα ποτά, στην αγορά αυτοκινήτου, στην ηλεκτρική ενέργεια, επέβαλε φόρους πολυτελείας, τεκμήρια κ. λπ., «κατάφερε» να μαζέψει σχεδόν 500 εκατ. ευρώ λιγότερα έσοδα σε σχέση με πριν από δύο χρόνια.
 
Δεν θα μπω στον πειρασμό να κατηγορήσω την κυβέρνηση για διάλυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, όπως έκαναν με χαρακτηριστική ευκολία τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Αν θέλουμε να βρούμε λύση στο πρόβλημα των εσόδων και όχι να κάνουμε «φθηνή» αντιπολίτευση, πρέπει να δούμε τα πραγματικά του αίτια. Που είναι, εκτός από τα υπαρκτά προβλήματα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, η φοροδιαφυγή και βέβαια η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Και όλα αυτά είναι αλληλένδετα: η κυβέρνηση αυξάνει τους φόρους για να καλύψει τις «μαύρες τρύπες» του προϋπολογισμού, αφαιρεί πόρους από την αγορά, με αποτέλεσμα να βαθαίνει η ύφεση και τελικά το κράτος μαζεύει λιγότερα έσοδα, αφού γίνονται λιγότερες συναλλαγές. Ταυτόχρονα, αυξάνεται το «κίνητρο» για φοροδιαφυγή, αφού όποιος κρύβει εισοδήματα από την εφορία κερδίζει τώρα πολύ περισσότερα.

Υπάρχει, κατά την άποψή μου, τρόπος να απαντήσουμε σε όλα αυτά, κάνοντας μια τολμηρή κίνηση.

Αναφέρομαι στην καθιέρωση ενός ενιαίου, χαμηλού φορολογικού συντελεστή για την επιχειρηματική - επαγγελματική δραστηριότητα, της τάξης του 15%, με εξοντωτικές (οικονομικές και όχι ποινικές) κυρώσεις για φοροδιαφυγή, επακριβώς καθορισμένες (όχι, δηλαδή, με εύρος ποινών από - έως, που επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του ελεγκτή) ώστε να μη δημιουργείται περιθώριο για συναλλαγή με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.

Η πρόταση αυτή, το λεγόμενο flat tax, συγκεντρώνει ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα:

1. Μειώνει το φορολογικό βάρος των επιχειρήσεων, άρα δημιουργεί προϋποθέσεις για ανάκαμψη, αναθέρμανση της αγοράς και κατ’ επέκτασιν αύξηση των εσόδων του Δημοσίου.
2. Αποκαθιστά τη θέση της χώρας στον διεθνή φορολογικό ανταγωνισμό. Με τον συντελεστή φορολόγησης στα επίπεδα του 40% - 45 %, η Ελλάδα όχι μόνο δεν έχει καμία ελπίδα να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, αλλά με δυσκολία συγκρατεί εντός συνόρων και όσες επιχειρήσεις θέλουν και μπορούν να μεταφέρουν την έδρα τους αλλού. Θυμίζω ότι η Κύπρος φορολογεί τα επιχειρηματικά κέρδη με συντελεστή 10%, ενώ παρόμοια είναι η επιβάρυνση και στη Βουλγαρία. Θυμίζω επίσης ότι η Ιρλανδία αντιστάθηκε στις αφόρητες πιέσεις της Ε. Ε. να αυξήσει τον δικό της συντελεστή, που είναι σήμερα 12%, προκειμένου να προστατεύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της και την ικανότητα προσέλκυσης κεφαλαίων και επενδύσεων.
3. Περιορίζει τις αθέμιτες συναλλαγές με τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό, με την προϋπόθεση, όπως προανέφερα, ότι οι χρηματικές ποινές θα είναι επακριβώς καθορισμένες (και δεν θα αποφασίζει ο ελεγκτής το ύψος τους), δηλαδή «Χ» φορές το ποσό του φόρου που απεκρύβη. Για παράδειγμα, αν κάποιος δεν κόψει απόδειξη για αμοιβή 100 ευρώ, το πρόστιμο μπορεί να είναι της τάξης των 1.000 ή 2.000 ευρώ – ενώ ο φόρος εισοδήματος που θα κατέβαλλε θα ήταν μόνο 15 ευρώ. Οταν η φορολογική επιβάρυνση είναι χαμηλή, οι περισσότεροι φορολογούμενοι θα προτιμήσουν να είναι συνεπείς, παρά να ρισκάρουν ένα εξοντωτικό πρόστιμο, στο οποίο δεν θα υπάρχει δυνατότητα «παρέμβασης».
4. Μειώνει τη φοροδιαφυγή.
Ασφαλώς υπάρχουν πολλές παράμετροι που πρέπει να εξετασθούν. Στο υπουργείο Οικονομίας, κατά το εννεάμηνο που είχα την ευθύνη, είχε ξεκινήσει η σχετική προεργασία, με στόχο να περιλάβουμε το μέτρο στο φορολογικό νομοσχέδιο και τον προϋπολογισμό του 2010. Ομως, μεσολάβησαν οι εκλογές.
Το flat tax, βέβαια, πρέπει να συνδυαστεί και με μια καμπάνια κατά της φοροδιαφυγής, η οποία ακριβώς επειδή ο συντελεστής είναι χαμηλός, μπορεί να είναι αποτελεσματική και να ενισχύσει τη φορολογική συνείδηση. Το ίδιο έγινε σε ένα βαθμό με το λεγόμενο «κίνημα των αποδείξεων», που πράγματι λειτούργησε για ένα χρονικό διάστημα στην αρχή, αλλά ατόνησε στη συνέχεια, όταν αυξήθηκαν οι συντελεστές του ΦΠΑ.

Η επίπτωση της μείωσης της φορολογίας στην αγορά μπορεί να έχει και θεαματικά αποτελέσματα στη βελτίωση του κλίματος, που είναι εξίσου αναγκαία. Οι περισσότεροι θα θυμούνται πόσο θετικά λειτούργησε η μείωση των επιτοκίων για τα δάνεια, από επίπεδα της τάξης του 20%, σε μονοψήφια. Δημιούργησε ένα θετικό «σοκ» στην αγορά και θα είχε μόνο θετικά αποτελέσματα, αν δεν υπήρχαν οι υπερβολές που ακολούθησαν. Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει με τη μείωση του φόρου.
Δυστυχώς, για να υλοποιηθεί η πρόταση αυτή δεν αρκεί να πεισθεί η κυβέρνηση για τη χρησιμότητά της. Η ικανή και αναγκαία συνθήκη είναι να πεισθεί η τρόικα. Το ερώτημα είναι αν η σημερινή κυβέρνηση είναι σε θέση να διαπραγματευθεί, κατά το πρότυπο της Ιρλανδίας, και να πείσει τους δανειστές μας ότι η καθιέρωση του flat tax αποτελεί επένδυση στο μέλλον της οικονομίας και της χώρας. Η εμπειρία από τα πεπραγμένα της κυβέρνησης δείχνει ότι η απάντηση στο ερώτημα είναι μάλλον αρνητική.

* Πρώην υπουργός Οικονομίας, βουλευτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου